27/10/08,Παρουσίαση βιβλίου κ.Γ. Παπακωνσταντή από τον Δήμαρχο Ρεθύμνου

 

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΗ «ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΒΑΣΗ» ΑΠΟ ΤΟ ΔΗΜΑΡΧΟ ΡΕΘΥΜΝΟΥ ΓΙΩΡΓΗ Χ. ΜΑΡΙΝΑΚΗ.

 

Ωδείο Ρεθύμνου, 25-10-08

 

 

Κυρίες και Κύριοι

 

Αγαπητές Φίλες και Φίλοι,

 

 

Η σημερινή μας συνάντηση έχει ως αφορμή το νέο βιβλίο του Γιώργου Παπακωνσταντή που μας καλεί σε ένα κοινό προβληματισμό, σε μια δίκαιη αυτοκριτική, σε μια δυναμική αντίδραση και μια ειρηνική και ανθρώπινη συνύπαρξη.

 

Από την πρώτη κιόλας σελίδα του βιβλίου, προτού καν προχωρήσουμε στα περιεχόμενα, γίνεται εύκολα αντιληπτή η πρόθεση του συγγραφέα : να αφουγκραστεί τη φωνή της κρητικής κοινωνίας, να καταγράψει τις ανάγκες της, να μοιραστεί τους φόβους και τις ανασφάλειές της, να συμμεριστεί τις επιθυμίες της και να αντισταθεί στην υποκρισία που την έχει κυριεύσει και, τελικά, να κάνει το δικό του χρέος όπως τόσο γλαφυρά συμβουλεύει ο Νίκος Καζαντζάκης στην «Ασκητική του». Μέσα από τη γνώση και την πολύχρονη εμπειρία του, να καταθέσει με τη δική του φωνή και υπογραφή μια πρόταση λύσης, διεξόδου, αντίστασης στον κοινωνικό και ηθικό μαρασμό που οδηγεί το νησί μας η αυξανόμενη εγκληματικότητα.

 

Είμαι ευτυχής που μου δίδετε η ευκαιρία να είμαι από τους πρώτους που θα μιλήσουν για το βιβλίο αυτό κι ευχαριστώ το Γιώργο Παπακωνσταντή για τούτη την τιμή.

 


1.
Αναφορά στην προσωπικότητα και τις ιδιότητες του

συγγραφέα.

 

Το βιβλίο «από την Παράδοση στην Παράβαση» έχει τη δική του προσωπικότητα. Που δεν είναι ασύνδετη με την δυναμική προσωπικότητα του συγγραφέα. Οι πολλαπλές ιδιότητες του Γιώργου Παπακωνσταντή εγγυώνται την χρηστικότητά του βιβλίου και την ακρίβεια όσων καταγράφονται σε αυτό.

  • Προικισμένος και φωτισμένος άνθρωπος, με ανώτατες σπουδές Οικονομικών, αποδίδει με πληρότητα και ακρίβεια τις οικονομικές προεκτάσεις της εγκληματικότητας.
  • Πολιτικός επιστήμονας και ενεργός στην πολιτική ζωή του τόπου βλέπει ξεκάθαρα την πολιτική εμπλοκή στη διατήρηση και διαιώνιση του φαινομένου.
  • Μάχιμο Στέλεχος της Αστυνομίας επί πολλά έτη, γνωρίζει εκ των έσω τους κατασταλτικούς μηχανισμούς, τη στρατηγική της κρατικής εξουσίας, τις μεθόδους της εξαναγκαστικής συμμόρφωσης ( τις βίωσε και ο ίδιος εξάλλου με τις συνεχείς μεταθέσεις του που τον οδήγησαν σε παραίτηση από το Αστυνομικό Σώμα), και είναι σε θέση, με την πλούσια εμπειρία του, να προσεγγίζει ρεαλιστικά και με γενναιότητα την αποτελεσματικότητα της πρόληψης και της καταστολής.
  • Εκπαιδευτικός, σε Ανώτερο Ίδρυμα, γνωρίζει τη σημασία της παιδείας ως προϋπόθεση για την επιθυμητή κοινωνική αναδιάρθρωση της Κρήτης.
  • Συγγραφέας και άλλων βιβλίων που αφορούν την Αντεγκληματική Πολιτική, την Ασφάλεια, και την πολιτική οργάνωση και ιδεολογία, συνεχίζει να εμπλουτίζει σταθερά και γόνιμα την υπάρχουσα βιβλιογραφία για ένα θέμα ανεξάντλητο, που τροφοδοτείται καθημερινά από θεωρίες και πρακτικές που μπορούν να αποδώσουν καρπούς αν γίνουν συνειδησιακό κτήμα του καθενός από μας.

 

2. Γενική αναφορά στο βιβλίο και την αξία του.

 

Αυτό επιχειρεί, με επιτυχία κατά την άποψή μου, ο συγγραφέας στο νέο του αυτό βιβλίο. Να ταράξει τις συνειδήσεις μας, να μας αφυπνίσει, να ενεργοποιήσει τη δράση μας.

Είναι διάχυτη στο βιβλίο

  1. η παραίνεση της κοινωνικής δραστηριοποίησης μέσα από την παραστατική προβολή της κυρίαρχης ηθικής σύγχυσης,
  2. η προτροπή για άμεση αναστροφή του αρνητικού κλίματος που επικρατεί, μέσα από την αυστηρή αποδόμηση της στρεβλής εικόνας που έχει υιοθετήσει ένα μεγάλο μέρος του νησιού για την «κρητική λεβεντιά»,
  3. η επαναστατική, θα έλεγα, απόδοση των ευθυνών χωρίς καμιά αφοριστική διάθεση και με σαφή αποστασιοποίηση από κάθε πειρασμό κοινωνικού στιγματισμού.

 

Είναι πολύ γοητευτική και έξυπνη η εναλλαγή που επιτυγχάνει ο συγγραφέας στους ρόλους των πρωταγωνιστών του σύγχρονου εγκλήματος. Αποκαλύπτει, με απολύτως ελεγχόμενο συναισθηματισμό, την ταυτοποίηση δύο, εκ διαμέτρου αντίθετων ιδιοτήτων, του θύτη και του θύματος, στο πρόσωπο, κυρίως των νέων του ορεινού Μυλοποτάμου και άλλων περιοχών της Κρήτης, προσανατολίζοντας μια καθ''όλα επιστημονική προσέγγιση, στον παράγοντα Άνθρωπο.

 

Το στοιχείο αυτό επιβεβαιώνει την κοινωνιολογική αξία του βιβλίου, που δεν εξαντλείται σε στατιστικά στοιχεία και αριθμητικά δεδομένα αλλά εμβαθύνει στις ανθρώπινες ανάγκες και συνθήκες που επέτρεψαν την καλλιέργεια και γιγάντωση ενός τόσο θλιβερού κι επικίνδυνου φαινομένου όπως είναι η εγκληματικότητα στην Κρήτη.

 

Δεν παραγνωρίζεται ωστόσο η πολιτική του αξία. Με παρρησία και τολμηρή σκέψη, ο συγγραφέας ξεδιπλώνει τις πτυχές και τις προεκτάσεις των κατά καιρούς πολιτικών παρεμβάσεων και τακτικών που, αντί να αμβλύνουν το φαινόμενο, το αναζωπύρωσαν. Παράλληλα, προτείνει το σύνολο των πολιτικών, κοινωνικών, εκπαιδευτικών και οικονομικών παρεμβάσεων που θα δημιουργήσουν τις βάσεις για ένα συνολικό και αποτελεσματικό κατ΄αρχάς έλεγχο και στη συνέχεια, εξάλειψη του φαινομένου.

 

Θα ήθελα, στο σημείο αυτό, να μοιραστώ μαζί σας κάποιες προσωπικές μου εκτιμήσεις για το περιεχόμενο του βιβλίου. Μελετώντας τις σελίδες του μου δημιουργήθηκε η αίσθηση ότι δεν διάβαζα κάτι καινούριο. Όλα αυτά που με τόσο επιτυχημένο τρόπο μας παρουσιάζει ο συγγραφέας, είναι γνωστά. Είναι καταστάσεις που όλοι έχουμε ζήσει και συνεχίζουμε να βιώνουμε, είναι σκέψεις που τις έχουμε κάνει κι εμείς, είναι γεγονότα που τα μάθαμε, τα ακούσαμε ή τα είδαμε στις τηλεοράσεις, είναι μια ιστορία που γνωρίζουμε τους πρωταγωνιστές, τους κομπάρσους, τα σκηνικά, έχουμε ανατραφεί με τις συνθήκες έναρξής της και ανησυχούμε για το αίσιο το τέλος της.

 

Πόσο αντικειμενική είναι όμως η γνώση μας ; Ολοι μας με κάποιο τρόπο και με την ιδιότητα που έχουμε, του εκπροσώπου ενός θεσμού, μιας υπηρεσίας ενός φορέα ή αυτή του απλού πολίτη έχουμε μια, άλλοτε μικρής έκτασης και άλλοτε μεγαλύτερης, μορφή εμπλοκής στην ιστορία της εγκληματικότητας. Και εξηγούμαι: Ακόμη και η ανοχή ή η αδιαφορία είναι αρχική εμπλοκή και στο τέλος, ΣΥΝΕΝΟΧΗ.

 

Υπό αυτό το πρίσμα, η εικόνα που έχουμε αποκρυσταλλώσει, είναι δομημένη με υποκειμενικά κριτήρια. Ένα τόσο πολυσύνθετο ζήτημα, όμως, δεν αντιμετωπίζεται με υποκειμενισμό. Αυτό το σημαντικό κενό, έρχεται να καλύψει τούτο το βιβλίο. Μας βοηθά να συνειδητοποιήσουμε πως η κεκτημένη γνώση δεν εγγυάται τη λύση. Ενίοτε μπορεί να λειτουργήσει και αποπροσανατολιστικά από αυτή. Η οριοθετημένη σκέψη του συγγραφέα, ωστόσο, σε συνδυασμό με την απλή γραφή που κάνει το βιβλίο προσιτό στον καθένα και ιδιαίτερα σε κείνους που πρωτίστως αφορά, με την τεκμηριωμένη παράθεση αδιαμφισβήτητων στοιχείων που αποδίδουν το ποσοτικό και ποιοτικό μέγεθος του προβλήματος, επιτρέπουν την αντικειμενική μελέτη του ιδιότυπου αυτού φαινομένου.

 

Εν τέλει, το βιβλίο αυτό, κάλλιστα θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για την έναρξη ενός διαλόγου, ουσιαστικού και όχι θεατρικού, τόσο μεταξύ των μελών της κρητικής κοινωνίας όσο και μεταξύ του συνόλου της κοινωνίας αυτής με την κρατική εξουσία.

 

3. Αναλυτικότερη αναφορά στα περιεχόμενα του βιβλίου και

την ειδική κοινωνικοπολιτική του βαρύτητα.

 

 

Επιχειρώντας να διατρέξουμε το περιεχόμενο του βιβλίου διαπιστώνουμε αμέσως την συγκροτημένη οργανωτική του δομή. Ο συγγραφέας μας μυεί σε ισχύοντες γενικούς εννοιολογικούς ορισμούς δοσμένους με σαφήνεια και επεξηγηματική απλότητα εξασφαλίζοντας έτσι ένα κοινό κώδικα επικοινωνίας με τον αναγνώστη.

 

Ετσι, όλοι κατανοούμε τους όρους εγκληματικότητα και ασφάλεια, διαπιστώνουμε τις αντιφάσεις και τη σχετικότητα στη θεώρηση του εγκλήματος, διακρίνουμε την ισχύ της κοινωνικής συναίνεσης στην αποποινικοποίηση ενός εγκλήματος ή στην αποδοχή του ως μια «φυσιολογική» και δεδομένη κατάσταση, το βαθμό που επηρεάζει η θεώρηση του εγκλήματος τον τρόπο αντιμετώπισής του από τις διωκτικές αρχές και το σύστημα της ποινικής δικαιοσύνης, και συμφωνούμε στις βασικές συνιστώσες του εγκλήματος.

 

Κατά τον συγγραφέα, το έγκλημα είναι «βιο-κοινωνικό γεγονός που έχει σοβαρές απορυθμιστικές επιπτώσεις σε όλα τα επίπεδα της ανθρώπινης ζωής: Ηθικό, κοινωνικό, πολιτικό, οικονομικό και πολιτισμικό.

 

Ειδικά η αναφορά του συγγραφέα στα αίτια της εγκληματικότητας και της ανομίας, τα οποία είναι προτιμότερο να αναλύσει ο εκλεκτός συνομιλητής, Καθηγητής κ. Ιακωβος Φαρσεδάκης, είναι εντυπωσιακή και προσιδιάζει τις απόψεις σπουδαίων Κοινωνιολόγων όπως του Εμιλ Ντυρκαϊμ σύμφωνα με τον οποίο «ανομία είναι ένα παθολογικό φαινόμενο και μία κατάσταση περιορισμένης ή απόλυτης αδυναμίας του κοινωνικού συνόλου να προσανατολίσει τη συμπεριφορά των μελών του πράγμα που σημαίνει ότι η κοινωνική συνοχή έχει χαλαρώσει κι ο επιτακτικός χαρακτήρας του κοινωνικού δεσμού έχει μειωθεί». Εδώ προκύπτει εναργώς η ευθύνη της ίδιας της κοινωνίας για την εγκληματικότητα και η αποτυχία της να δημιουργήσει στα μέλη της συνεκτικούς δεσμούς απροσπέλαστους σε ανεξέλεγκτα ιδιωτικά πάθη που αμφισβητούν τις αξίες και την κοινωνική ηθική.

 

Ο συγγραφέας επιμένει στην αποτελεσματικότητα του ορθού και καλά σχεδιασμένου εξωτερικού κοινωνικού ελέγχου (δηλ. τα μέτρα που λαμβάνει η πολιτεία και τους φορείς που τα επιβάλλουν) επισημαίνοντας όμως τη σπουδαιότητα και του εσωτερικού κοινωνικού ελέγχου που καθορίζεται από τις γενικές κοινωνικές αξίες, την ιδεολογία του ατόμου και τις επικρατούσες κοινωνικοιδεολογικές συνθήκες. Με απλά λόγια η ανάγκη ενός ατόμου να ενταχθεί σ ένα υγιές κοινωνικό περιβάλλον και ο φόβος αποκλεισμού του από αυτό, αρκούν για να αναστείλουν την τάση και τη ροπή του προς την εγκληματικότητα.

 

Στο δεύτερο μέρος και το τρίτο μέρος του βιβλίου του, ο συγγραφέας επικεντρώνεται στην Κρήτη με ειδική αναφορά σε κάθε Νομό ξεχωριστά επιτρέποντας σε αναγνώστες από την υπόλοιπη Ελλάδα να αποκτήσουν μια συνοπτική αλλά περιεκτική εικόνα για την Κρήτη ακόμη κι αν δεν την έχουν επισκεφθεί. Η τακτική αυτή αφ'' ενός ενισχύει την πληρότητα του βιβλίου και αφετέρου προϊδεάζει τον κάθε αναγνώστη ότι η εγκληματικότητα δεν αποτελεί κρητική αποκλειστικότητα αλλά δυστυχώς, εκδηλώνεται και σε άλλα μέρη της Ελλάδα που ενδεχομένως να έχουν κοινά γεωπολιτικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά με το νησί μας. Το συγκεκριμένο συνειρμό εμπλουτίζει η αναφορά στην ιστορία και τις παραδόσεις του νησιού που ερμηνεύει, ως ένα βαθμό, την από αρχαιοτάτων χρόνων αγάπη των κρητικών για τα όπλα ως βασικά μέσα για την ελευθερία, τη γενναιότητα, την τιμή. Παράλληλα, δίνει το στίγμα της αλλοτρίωσης αυτής της αγάπης και τον εκμαυλισμό της σε μέσο επίδειξης ισχύος και επιβολής της βίας και εξηγεί πώς ο όρος των προγόνων μας «για την τιμή των όπλων» παραφράστηκε από τους απογόνους « για την τιμή των ενόπλων» και, τελικά, την καταπίεση των άοπλων .

 

Η ενδελεχής αναφορά στη βεντέτα ως πράξη αυτοδικίας που βεβαιώνει την διάσταση που υπάρχει ανάμεσα στο θεσμοθετημένο δίκαιο και τους κανόνες κοινωνικής συμβίωσης της τοπικής κοινωνίας και καταδεικνύει την ανεπάρκεια του κοινωνικού κρατικού ελέγχου, μας βοηθά να κατανοήσουμε το φαινόμενο αυτό σε όλες του τις διαστάσεις : τον ταξικό χαρακτήρα της βεντέτας ανάμεσα σε μεγάλες οικογένειες και την καλλιέργεια της τακτικής της διαμεσολάβησης από ευυπόληπτα άτομα για την αναίμακτη επίλυση διαφορών.

 

Στη συνέχεια του βιβλίου, παρατίθενται αποτελέσματα ερευνών και στατιστικά στοιχεία για τις συχνότερες μορφέςπαραβατικότητας: Ληστείες, κλοπές, ζωοκλοπές, καταπατήσεις, παραγωγή και εμπόριο ναρκωτικών, εμπορία ανθρώπων κι εκμετάλλευση οικονομική και σεξουαλική, εγκλήματα καθημερινότητας , τροχαία παραβατικότητα και ευρωπαϊκές επιδοτήσεις.

 

Μελετώντας τα στοιχεία αυτά συναντάμε τη σύγχυση στη σκέψη και το παράλογο στη δράση των παραβατών καθώς και την υποκρισία όλων μας .

 

Συνειδητοποιούμε πόσο βαθιά ριζωμένες είναι στην καθημερινότητα των ορεινών κρητικών κάποια πρότυπα (π.χ. των πατριαρχικών οικογενειών) και στερεότυπα (όπως η χρήση των όπλων ως αναγκαιότητα) που αντλούν τη δύναμη τους από το παρελθόν χωρίς όμως πλέον να έχουν νόμιμο αντίκρυσμα στο παρόν.

 

Κατανοούμε, με τη βοήθεια του συγγραφέα τις συνθήκες που επέτρεψαν την καλλιέργεια τέτοιων συμπεριφορών ακολουθώντας τη χρονική τους διαδοχή:

 

  • η ανισομερής οικονομική ανάπτυξη των πεδινών σε σχέση με τις ορεινές περιοχές,
  • η γεωγραφική απομόνωση των χωριών, η διοικητική εγκατάλειψή τους από το επίσημο κράτος,
  • οι σοβαρές ελλείψεις σε υποδομές, στην υγεία, την παιδεία, την πρόνοια, τις αναπτυξιακές επενδύσεις, τον τουρισμό,
  • η στέρηση που προκαλεί ανασφάλεια την οποία έρχεται να καλύψει το μεγάλο σοϊ και η ισχυρή οικογένεια,
  • η ηθική υποβίβαση και κοινωνική περιθωριοποίηση των βουνίσιων που εκτονώνεται στην απόκτηση καταναλωτικών αγαθών , την οποία επιτρέπουν η παράνομη δραστηριότητα μέρος της οποίας είναι και η απάτη στην αξιοποίηση των ευρωπαϊκών επιδοτήσεων ή, όπως πολύ εύστοχα αναφέρει ο συγγραφέας, του «επιδόματος παραμονής στο Μυλοπόταμο»
  • Η αύξηση του πληθυσμού χωρίς παράλληλη αύξηση των θέσεων εργασίας με αποτέλεσμα τις πολύτεκνες οικογένειες να αδυνατούν να συντηρηθούν και τους νέους, ανειδίκευτους και αποκομένους από το σύγχρονο κόσμο, να επιδιώκουν τον εύκολο πλουτισμό με κάθε μέσο.

 

Ετσι αναπτύχθηκε αυτός ο ιδιότυπος εγωκεντρισμός των Κρητικών με κύρια χαρακτηριστικά, όπως επισημαίνει ο συγγραφέας «την υποκειμενική αντίληψη της ιστορίας και της παράδοσης, την υπεροψία έναντι των άλλων και την παραβατικότητα ως κυρίαρχη ιδεολογία».

 

Πόσο επίκαιρα λοιπόν ακούγονται όσα είπε αρκετές δεκαετίες πριν ο Αμερικανός Κοινωνιολόγος Ρομπερτ Μερτον : «Όταν ένα σύστημα πολιτιστικών αξιών προβάλλει ουσιαστικά πάνω από οτιδήποτε άλλο ορισμένους σκοπούς επιτυχίας ως κοινούς για ολόκληρο τον πληθυσμό ενώ η κοινωνική δομή περιορίζει αυστηρά ή αποκλείει εντελώς για ένα σημαντικό μέρος του ίδιου πληθυσμού την πρόσβαση στους αποδεκτούς τρόπους εκπλήρωσης των σκοπών αυτών, τότε επακολουθεί μεγάλης κλίμακας έκνομη συμπεριφορά».

 

Ένα ηχηρό χαστούκι στην κοινωνία μας που «ανακάλυψε» το φαινόμενο Ζωνιανά μέσα από τις τηλεοράσεις και την εγκληματικότητα από τους πηχυαίους τίτλους των εφημερίδων

 

  • Που διασκέδαζε με τους πυροβολισμούς στου γάμους και τα βαφτίσια αλλά δεν αναρωτήθηκε ποτέ πως και από πού βρέθηκαν τόσα όπλα και τόσες σφαίρες
  • Που έκανε μεγαλοπρεπείς κουμπαριές με συγκεκριμένες οικογένειες όχι γιατί τις εκτιμούσε αλλά γιατί μετρούσε ψήφους στις κάλπες, συντηρώντας έτσι ένα ευτελές και επιβαρυντικό για την κοινωνία πελατειακό σύστημα .
  • Που ασκούσε την πολιτική επιρροή της για να ακυρώνει την εφαρμογή των Νόμων και την τιμωρία των ενόχων.
  • Που ζητούσε επίμονα με έγγραφα και υπομνήματα την αύξηση της αστυνομικής δύναμης στο νησί και όταν η δύναμη έφτασε (όποτε και όση έφτασε), δεν την υποστήριξε και το ίδιο το κράτος την αποδυνάμωσε.
  • Που υποκλινόταν στους γενναιόδωρους πελάτες των μαγαζιών, στους χρυσούς χορηγούς των εκδηλώσεων, τους καλούς πελάτες των τραπεζών κι ας γνώριζε την πηγή των εσόδων τους.
  • Που όχι μόνον ανέχονταν και σιωπούσε σε περιστατικά σύγχρονης δουλείας αλλά έκανε και χρήση των υπηρεσιών αυτών των δούλων είτε επρόκειτο για γυναίκες που εξαναγκάζονται να προσφέρουν σεξουαλικές υπηρεσίες είτε για μετανάστες που πρόσφεραν ανασφάλιστοι και κακοπληρωμένοι την εργασία τους. Διότι οι νόμοι του εμπορίου εφαρμόζονται παγκοσμίως, με ιεροτελεστιακή ακρίβεια, και στο εμπόριο του ανθρώπινου σώματος και εργασίας. Όπου υπάρχει ζήτηση υπάρχει και προσφορά και αντιστρόφως. Το ίδιο ισχύει και στην αγορά όπλων και τη διακίνηση ναρκωτικών.

 

Παρακολουθούμε μέσα στις σελίδες του βιβλίου την αντιφατική αντίδραση της κοινωνίας και απέναντι σε καθημερινές παραβατικές συμπεριφορές όπως π.χ. λέμε ναι στην οπλοφορία και όχι στην οπλοκατοχή, θεωρούμε τις πολεοδομικές παραβάσεις - εξυπνάδα και την αποφυγή τροχονομικού ελέγχου - θέμα τύχης, την κατάληψη κοινόχρηστων χώρων- κεκτημένο δικαίωμα, τη μόλυνση του περιβάλλοντος - διευκόλυνση κ.α.

 

Ο συγγραφέας με τα εύστοχα παραδείγματα και αναφορές του μας βοηθά να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι τελικά ο βαθμός παραβατικότητας σ'' ένα τόπο είναι άμεσα συναρτώμενος από την κοινωνική δομή του τόπου. Έχει μεγάλη σημασία ο τρόπος που αντιλαμβάνεται η κοινωνία την εγκληματικότητα. Η σοβαρότητα που αποδίδει σε αυτήν, η εικόνα που έχει για την έκτασή της και η γνώση των αποτελεσμάτων της εγκληματικότητας στην υποβάθμιση της ποιότητας ζωής. Έχει ενδιαφέρον η ειδική αναφορά που κάνει ο συγγραφέας στον τρόπο εκτίμησης του προβλήματος: την τάση υποβάθμισής του από μεν τους ντόπιους που έχουν μπερδέψει την κρητική λεβεντιά με την παρανομία μέχρι τους κυβερνητικούς παράγοντες στην απέλπιδα προσπάθειά τους να καλύψουν την αναποτελεσματικότητα των δικών τους προσπαθειών και αυτών των διωκτικών αρχών. Ετσι εξηγείται και ο τίτλος του βιβλίου «από την παράδοση στην παράβαση» και πως οδηγηθήκαμε σε αυτή.

 

Από την άλλη, τη διαπιστωμένη τάση υπερτόνισης του προβλήματος από τη συντηρητική μερίδα της κοινωνίας που επιζητά «τάξη και ασφάλεια», από πολιτικές παρατάξεις που το κάνουν για αντιπολιτευτικούς λόγους και φυσικά από τα ΜΜΕ χάριν υψηλής τηλεθέασης. Ό,τι αφορά εξάλλου τον άρτον και τα θεάματα, από αρχαιοτάτων χρόνων, παρουσίαζε υψηλό ενδιαφέρον.

 

Και στην περίπτωση του Μυλοποτάμου ο άρτος είναι τα χρήματα που ρέουν από το οργανωμένο έγκλημα και τα θεάματα τα προσφέρουν αφειδώς οι επιχειρήσεις της αστυνομίας και οι συγκρούσεις της με τους ντόπιους.

 

Αξίζει πάντως να επισημανθεί η εκπληκτική φυσικότητα με την οποία μας οδηγεί ο συγγραφέας στην κατάληξη βασικών συμπερασμάτων σχετικά με την κοινωνική ανοχή και αντοχή. Παρά τη γενικευμένη παραβατικότητα η πλειοψηφία των κατοίκων αισθάνεται ασφαλής σε βαθμό τουλάχιστον που δεν επηρεάζει την κοινωνική συνοχή. Ελάχιστοι καταφεύγουν στις αστυνομικές αρχές και σ'' αυτό βέβαια συμβάλλει η έλλειψη εμπιστοσύνης στις διωκτικές αρχές που προκύπτει από την αδυναμία τους να ελέγξουν αποτελεσματικά την κατάσταση.

 

Δεν είναι τυχαίο ότι από τους χιλιάδες λαθρομετανάστες που παρανόμως έφτασαν στην Κρήτη από τα νότια κυρίως παράλια του νησιού και τις εκατοντάδες προσαγωγές εργοδοτών μόνον ΕΝΑΣ έχει κατηγορηθεί στο Ρέθυμνο την τριετία 2004-2007 για τη διακίνηση τους.

 

Είναι φανερή η απουσία ενός συλλογικού κοινωνικού αιτήματος για την καταστολή του φαινομένου. Οι περισσότεροι μάλιστα αρνούνται την ύπαρξη κυκλωμάτων οργανωμένου εγκλήματος και ιεραρχούν τα φαινόμενα παραβατικότητας με βάση την πρόκληση σοβαρής σωματικής βίας. Για το λόγο αυτό δεν έχουμε καμία καταγραφή εγκληματικότητας στις καλοστημένες απάτες με τις ευρωπαϊκές επιδοτήσεις, διότι ουδείς τις θεωρεί εγκληματικές πράξεις!.

 

Επίσης φανερή καθίσταται στο βιβλίο η ανάγκη κοινωνικής νομιμοποίησης των κατασταλτικών μηχανισμών.

 

Η αναλυτική αναφορά στην επέμβαση στα Ζωνιανά καθώς και οι αλυσσιδωτές μετονομασίες των υπηρεσιών που ιδρύθηκαν για τον έλεγχο και την καταστολή της εγκληματικότητας εκ μέρους της εκάστοτε κυβέρνησης αναδεικνύει

 

- τα τρωτά σημεία του συστήματος,

 

- τις οργανωτικές του αντιφάσεις και αδυναμίες που αφορούν κυρίως στο συγκυριακό και χάριν εντυπώσεων σχεδιασμό, την απαξίωση των αστυνομικών υπηρεσιών τόσο από τους πολίτες όσο και από την κεντρική διοίκηση με τον πολυκερματισμό τους σε μικρά φέουδα που ήταν αδύνατον να συντονιστούν,

 

- τα λάθη και τις παραλείψεις των ιεραρχικά ανωτέρων,

 

- τον, κατά περιπτώσεις, υπερβάλλοντα ζήλο των αστυνομικών στην εκτέλεση των καθηκόντων τους που οδήγησε σε μόνιμες προστριβές με την τοπική κοινωνία και τελικά,

 

- την αδήριτη ανάγκη ενός σοβαρού και με μακροπρόθεσμη προοπτική σχεδιασμού μιας αντεγκληματικής πολιτικής που θα λαμβάνει υπόψη της τις ιδιαιτερότητες της κάθε περιοχής και θα είναι προϊόν μελέτης των κοινωνικών, οικονομικών, ιδεολογικών και πολιτικών δομών που τις συνθέτουν.

 

Ένα θέμα, που αναλύεται διεξοδικά στο τελευταίο μέρος του βιβλίου όπου εκτιμάται συνολικά το θέμα της εγκληματικότητας στην Κρήτη, κατηγοριοποιούνται οι παραβατικές πράξεις, προτείνονται μέτρα για την αντιμετώπισή του και καταθέτονται σοβαρές προτάσεις για την αντεγκληματική πολιτική με σαφείς αναφορές στην μέχρι σήμερα εμπειρία στον τομέα αυτό.

 

Το βιβλίο μας αποζημιώνει μέχρι την τελευταία του σελίδα. Μας προσφέρει τη δυνατότητα μιας κοινωνιολογικής και πολιτικής προσέγγισης του φαινομένου προτείνοντας, στο τέλος, συγκεκριμένες πρακτικές που μπορούν και πρέπει υιοθετηθούν τόσο σε κυβερνητικό επίπεδο όσο και σε πολιτικο- οικονομικό-κοινωνικό. Ο καθένας από μας βρίσκει τον εαυτό του σε κάθε πρόταση και το μερίδιο της ευθύνης που του αναλογεί. Μιας ευθύνης σοβαρής, που αποφεύγαμε για καιρό να αναλάβουμε κι ας αφορούσε την ίδια μας την κοινή ζωή και συνύπαρξη, το μέλλον των παιδιών μας.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

 

Ολοκληρώνοντας την αναφορά μου στο βιβλίο του Γιώργου Παπακωνσταντή «Από την Παράδοση στην Παράβαση», θα ήθελα να τολμήσω μια εντελώς προσωπική απάντηση σε ερωτήματα που όλοι θέτουμε πριν ή αφού διαβάσουμε ένα βιβλίο: «Ποια είναι η αξία του βιβλίου αυτού, τι είναι αυτό που το κάνει να ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα που πραγματεύονται τέτοια θέματα, τι προσφέρει στην κοινωνία της Κρήτης;»

 

Επιγραμματικά λοιπόν θα έλεγα ότι αυτό που αποκόμισα από το περιεχόμενό του είναι ότι πρόκειται για ένα βιβλίο που λέει αλήθειες. Και τις λέει με τόλμη, σοβαρότητα, γνώση και επιχειρήματα. Χωρίς να αναλογίζεται το κόστος που θα έχουν στην προσωπική και επαγγελματική ζωή του συγγραφέα. Για μένα αυτό είναι ένα μεγάλο ζητούμενο. Θέλει ψυχή και γερή καρδιά να μπορείς να πεις ελεύθερα τη γνώμη σου χωρίς να φοβάσαι τις συνέπειες. Και η γνώμη του Γιώργου Παπακωνσταντή μετράει γιατί γνωρίζει πρόσωπα και καταστάσεις εκ των έσω.

 

Εξαιρετικός είναι και ο τρόπος γραφής. Η κοινωνία του Ρεθύμνου δεν έχει ανάγκη από ένα ακόμη επιστημονικό εγχειρίδιο με έννοιες δύσκολα κατανοητές που σίγουρα έχει αξία για τους επιστήμονες αλλά δεν είναι χρηστικό για το σύνολο των αναγνωστών. Δεν πρόκειται για μια κοινωνιολογική μελέτη ξεκομένη από την ψυχοσύνθεση, την ιστορία και την παράδοση των κρητικών. Μιλά κατευθείαν στην καρδιά με τρόπο άλλοτε καυστικό, άλλοτε αυστηρό μα πάντα ανθρώπινο. Και μπορεί να την πληγώνει κάποιες φορές όμως δεν την αφήνει να αιμορραγεί αλλά προτείνει ρεαλιστικές και βιώσιμες λύσεις για να την ανακουφίσει.

 

Ασκεί γόνιμη κριτική, όπου χρειάζεται, χωρίς υπερβολές και προσβλητική διάθεση, με δίκαιο και θετικό κριτικό πνεύμα .

 

Προβληματίζει όσο πρέπει για να αφυπνίσει.

 

Κοινοποιεί όσα πρέπει, για να έχουμε μια καθαρή εικόνα του τι ακριβώς συμβαίνει γύρω μας.

 

Προτείνει όσα πρέπει, για να καθαρίσει η ζωή μας απ'' όλα τα στοιχεία που αμαυρώνουν την αξία της.

 

Και μια και ο συγγραφέας επέλεξε την Ασκητική του Καζαντζάκη για να μας καλωσορίζει στο βιβλίο του ας μου επιτρέψει να επικαλεστώ κι εγώ τον μεγάλο Κρητικό Στοχαστή και την «Αναφορά του στο Γκρέκο» για να κλείσω την αναφορά μου σε αυτό.

 

«Σήκωσα τα μάτια σε κοίταξα. Έκαμα να σου πω: Παππού αλήθεια δεν υπάρχει σωτηρία; Μα η γλώσσα μου είχε κολλήσει στο λαρύγγι μου. Έκαμα να σε ζυγώσω μα τα γόνατά μου λύγισαν. Απλωσες τότε το χέρι, σαν να πνιγόμουν να με σώσεις.

 

- Παππού, αγαπημένε είπα, δως μου μια προσταγή.

 

- Φτάσε όπου μπορείς παιδί μου...

 

- Παππού, φώναξα τώρα πιο δυνατά , δως μου μια πιο δύσκολη, πιο κρητικιά προσταγή.

 

- Φτάσε όπου δε μπορείς!».

 

Αυτό είναι το δικό μας χρέος φίλες και φίλοι.

 

Να αγωνιστούμε για να φτάσουμε εκεί που δεν μπορούμε μια και εδώ που φτάσαμε άλλο δεν μπορούμε. ..

 

Ευχαριστώ για την υπομονή και την προσοχή σας.

 

Να'' στε καλά κι εσείς και ο εμπνευστής της σημερινής μας συνάντησης.

 

 

 

 

26 Απριλίου 2024
 (1353)
 (1349)
 (1351)
 (1352)
 (1347)
 (1346)
 (1121)
 (1329)
 (1339)
 (1281)
 (1342)
 (1348)
 (1345)
 (1344)
 (1343)
 (1335)
 (1337)
Ρεθεμνιώτικο Καρναβάλι (481)
 (1341)
 (1330)
 (1333)
city maps (1041)
 (1328)