24/11/2016, Παρέμβαση Δημάρχου Ρεθύμνης κ. Γιώργου Μαρινάκη στην εκδήλωση της ΔΑΠ με θέμα "Τα Αρχαία Ελληνικά και τα Λατινικά στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση»

Πανεπιστήμιο Κρήτης

23 Νοεμβρίου 2016

 

Διαχρονικά επίκαιρο το θέμα που θέτει για προβληματισμό και συζήτηση η σημερινή εκδήλωση της ΔΑΠ ΝΔΦΚ. Αξίζουν συγχαρητήρια στους διοργανωτές τόσο για την επιλογή ενός θέματος που απασχολεί εδώ και πολλές δεκαετίες, όχι μόνον την εκπαιδευτική κοινότητα, αλλά το σύνολο των ενασχολούμενων με την παιδεία σε όλες στις βαθμίδες της, όσο και για την επιλογή του χώρου:

Ποιος άλλωστε θα μπορούσε να είναι ο καταλληλότερος χώρος διεξαγωγής ενός τέτοιου διαλόγου, από το αμφιθέατρο ενός Πανεπιστημίου που φιλοξενεί σχολές φιλοσοφίας, παιδαγωγικής, κοινωνιολογίας, φιλολογίας, ιστορίας κλπ, με υψηλού κύρους καθηγητές και μια ισχυρή φοιτητική κοινότητα, που διαρκώς καταθέτει στην τοπική αλλά και επιστημονική κοινότητα, σπουδαία δείγματα γραφής και δράσης.

Τα αρχαία ελληνικά και τα λατινικά, λοιπόν, στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.

Έχει γίνει πολύς λόγος από ειδικούς και μη για την αναγκαιότητα διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών σε μαθητές γυμνασίου και Λυκείου.

Οι διάφορες πολιτικές που κατά καιρούς έχουν υιοθετηθεί για το θέμα αλλά και η, με ελάχιστες- δυστυχώς – εξαιρέσεις, προσέγγιση διδασκαλίας των συγκεκριμένων μαθημάτων από τους εκπαιδευτικούς, κάθε άλλο παρά επιτυχημένες μπορούν να θεωρηθούν.

Οι μαθητές, ειδικά του Γυμνασίου, όταν και αν ερωτηθούν, φαίνεται πως αντιμετωπίζουν τα αρχαία ελληνικά, ως ένα μάθημα που διδάσκεται επί ματαίω, αφού πρόκειται για μια νεκρή γλώσσα, που δεν χρησιμοποιείται στην καθημερινή επικοινωνία και, στην πλειοψηφία τους, μόνον αποστροφή αισθάνονται γι’ αυτή.

Ως εκ τούτου, πρέπει να καταργηθεί.

Προφανώς δεν φταίνε τα παιδιά. Πιθανόν, κανείς δεν τους εξηγεί, με πειστικά επιχειρήματα και τεκμηριωμένες απόψεις, γιατί τα Αρχαία Ελληνικά συνιστούν αξιόλογο μορφωτικό αγαθό. Ή με απλά λόγια: Γιατί διδάσκονται τα Αρχαία Ελληνικά στο Γυμνάσιο και τα Λατινικά στο Λύκειο; Τι προσφέρουν;

Ο εκτενής διάλογος που έχει μέχρι σήμερα διεξαχθεί, νομίζω επικεντρώνεται περισσότερο στην κατάργηση ή μη του μαθήματος και λιγότερο στη βελτίωση της διδασκαλίας του.

Δεν θα ήθελα να κινδυνολογήσω, αποδίδοντας τη διαπιστωμένη σχέση αποστροφής που καλλιεργεί μέχρι σήμερα το σχολείο για την αρχαία γλώσσα και σκέψη, σε συνειδητή επιλογή όσων καταρτίζουν τα σχολικά αναλυτικά προγράμματα και όσων τα υλοποιούν. Άλλωστε, υπάρχουν πολύ ειδικότεροι εμού, οι οποίοι παρίστανται και στη σημερινή μας συνάντηση, για να μιλήσουν για το θέμα.

Σίγουρα, δεν μπορούμε να το αποδώσουμε σε τυχαιότητα. Δεν μας το επιτρέπει άλλωστε η ίδια η εκπαιδευτική ιστορία, ειδικά αυτή που αφορά τον αγώνα των δημοτικιστών του περασμένου αιώνα και των προθέσεων τους, οι οποίες μάλλον παρανοήθηκαν.

Οι υπερασπιστές της δημοτικής, αντιστρατεύτηκαν την καθαρεύουσα, η οποία επικρατούσε ως επίσημη γλώσσα μέχρι το 1977, που αναγνωρίστηκε η δημοτική ως επίσημη γλώσσα του κράτους.

Κατά ένα παράδοξο τρόπο – ίσως για τους μελετητές της πολιτικής ιστορίας δεν είναι τόσο παράδοξος- η αρχαία ελληνική γλώσσα, ταυτίστηκε με την καθαρεύουσα, την οποία χρησιμοποιούσαν με εργαλειακό τρόπο όσοι χάρασσαν την εκπαιδευτική, και όχι μόνον, πολιτική.

Σε κείνη την εποχή λοιπόν, με ενεργά τα αιτήματα τα αιτήματα για ελευθερία του λόγου και απελευθέρωση της σκέψης, για άνεση στην επικοινωνία, για πρόσβαση όλων στην εκπαίδευση, ενδεχομένως να προ9έκυψε μοιραία, η ταύτιση της διδασκαλίας και γνώσης της αρχαίας ελληνικής με τη συντήρηση του κατεστημένου ή ακόμη και με το σκοταδισμό. Έστω και ως αναπόφευκτη εξέλιξη, η ταύτιση αυτή ήταν λαθεμένη.

 

Σήμερα, καλούμαστε να επανεξετάσουμε τη θέση των αρχαίων ελληνικών και λατινικών, στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Είναι ζήτημα στο οποίο οφείλουμε να τοποθετηθούμε ξεκάθαρα και με επαρκή τεκμηρίωση, ακόμη και γνωρίζουμε πως τελικώς τις αποφάσεις, θα τις λάβουν όσοι καταρτίζουν την πολιτική παιδεία.

Νομίζω πως προτεραιότητα θα πρέπει να δοθεί στον τρόπο αποτελεσματικής γόνιμης και ουσιαστικής διδασκαλίας των μαθημάτων με ότι αυτό περιλαμβάνει: διδακτικά εγχειρίδια, διδάσκοντες κλπ. Σε αυτή την κατεύθυνση, θα βοηθήσουν κάποιες παραδοχές που αναδεικνύουν τις αληθινές διαστάσεις του θέματος:

1ον: Τα Αρχαία Ελληνικά είναι ένα αυτόνομο μορφωτικό αγαθό και πως, μαζί με τα λατινικά, συμβάλλουν στην κλασσική παιδεία των αυριανών πολιτών, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη χώρα μας.

2ον: Το πρόβλημα της παρωχημένης διδασκαλίας των Αρχαίων Ελληνικών, όπως και άλλων μαθημάτων, δεν είναι μεμονωμένο αλλά αντανακλά την ευρύτερη γνωστική, ιδεολογική, ηθική και διδακτική τελμάτωση του εκπαιδευτικού μας συστήματος.

 

3ον: Το ζήτημα της διδασκαλίας της αρχαίας γλώσσας και σκέψης δεν είναι μονοσήμαντο, ούτε αφορά αποκλειστικά την εκπαίδευση. Είναι και πολιτικό αφού είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τη δυνατότητα ή την αδυναμία του νέου ανθρώπου να αντιληφθεί τον εαυτό του ως πολίτη, να συνομιλήσει με το παρελθόν του και να μυηθεί στις αξίες και τις ιδέες του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, τον οποίο, πέραν της συμβολής του στον πολιτισμό και την πνευματική εξέλιξη της ανθρωπότητας, τον διδάσκονται - καθόλου τυχαία - συνομήλικοί του σε σχολεία και πανεπιστήμια του εξωτερικού, παγκοσμίως.

 

Το ερώτημα στο οποίο καλούμαστε να απαντήσουμε τελικά, όλοι ανεξαιρέτως, ως εκπαιδευτικοί και ως πολιτικοί, είναι πως οραματιζόμαστε τους αυριανούς πολίτες, στων οποίων την προετοιμασία, φέρουμε ευθύνη.

 

Θέλουμε πολίτες που ενώ έχουν ευλογηθεί με μια μητρική γλώσσα που είναι από τις πλουσιότερες του κόσμου όχι μόνον σε ποικιλία λέξεων αλλά κυρίως νοημάτων, επικοινωνούν με γκρίκλις, ως εκπαιδευμένοι φορείς μιας, ασύμβατης με το γλωσσικό τους παρελθόν, λεξιπενίας, ως επαίτες ιδεών και οραμάτων;

 

Πως όμως θα μυηθούν, θα ενστερνιστούν, και, εν τέλει, θα κατακτήσουν αυτόν τον θαυμαστό λεξιλογικό πλούτο της νέας ελληνικής και θα αναβαπτιστούν στις πάμπολες νοηματικές σηματοδοτήσεις του, αν δεν γνωρίζουν την πηγή δημιουργίας του;

 

Πως θα αναγνωρίσουν τη διαχρονικότητα της ελληνικής γλώσσας, την αξιοθαύμαστη και με πολλούς αγώνες επιβίωση του ελληνικού πολιτισμού, αν δεν εξοικειωθούν μαζί του σταδιακά και πως εν τέλει θα οικειοποιηθούν τη διαδρομή του, χωρίς ν’ αφομοιώσουν την ιστορική ορθογραφία της γλώσσας και τη δύναμη της, όχι μόνον ως μέσο επικοινωνίας αλλά ως συνθήκη επιβίωσης, σ’ έναν κόσμο που θέτει συνεχώς υπό αμφισβήτηση τον ορισμό της εθνικής υπόστασης, της εθνικής ταυτότητας και συνείδησης.

 

Με ποιο τρόπο θα μάθουν να φιλτράρουν και να αξιολογούν τις εθνικιστικού περιεχομένου προτροπές και μεθοδευμένες παρανοήσεις και, κυρίως να τις διακρίνουν, από την ειλικρινή προσπάθεια να βρούμε τον εαυτό μας μέσα στο παγκόσμιο περιβάλλον, να εκτιμήσουμε το παρελθόν μας και να διαφυλάξουμε την αυθεντική, ακήρατη ελληνική ταυτότητα, η οποία, εξαιτίας της έλλειψης ιστορικής γνώσης και της άγνοιάς μας, διέρχεται μιας επικίνδυνης κρίσης.

Μιας κρίσης που δεν πλήττει μόνον την υπόσταση μας ως Έλληνες αλλά και ως Ευρωπαίοι. Αξίζει εδώ μια αναφορά στην τοποθέτηση του διακεκριμένου ιστορικού - μεσαιωνολόγου Ζακ Λε Γκοφ, ο οποίος λέει το εξής: «Η Ευρώπη οικοδομείται. Είναι το μεγάλο όραμα. Δεν θα πραγματωθεί, εάν δεν λάβουμε υπόψη την ιστορία. Μια Ευρώπη χωρίς ιστορία θα ήταν μια Ευρώπη ορφανή και δυστυχισμένη. Γιατί το σήμερα έρχεται από το χθες, το μέλλον αναδύεται από το παρελθόν…Στις προσπάθειες ενοποίησης της η ήπειρος έζησε διενέξεις, συγκρούσεις, διαιρέσεις, εσωτερικές αντιφάσεις. Στην ευρωπαϊκή υπόθεση θα αφοσιωθούμε, μόνο αν γνωρίζουμε ολόκληρο το παρελθόν και αντικρίζουμε το μέλλον».

Με ποια ταυτότητα, λοιπόν, θα σταθούμε σε αυτή την Ευρώπη; Πώς θα διασφαλίσουμε τη συνέχεια μας, πώς θα αναδείξουμε την ετερότητά μας για να μετάσχουμε στο ιστορικό γίγνεσθαι, χωρίς τη γλώσσα, χωρίς αγώνα για τη διάσωσή της, τον οποίο εμπνέει η περηφάνια γι’ αυτήν αλλά και για τους αρχαίους έλληνες που μας την κληροδότησαν;

Η εκμάθηση των αρχαίων ελληνικών επομένως είναι επιβεβλημένη επιλογή.

Και είναι μάλλον εγκληματικό, να θυσιάζουμε το σημαντικότερο πνευματικό οπλισμό των νέων μας, στο βωμό της χρηστικότητας, της εργαλειακής δόμησης της ζωής, της ευκολίας.

 

Τα αρχαία ελληνικά όπως και τα λατινικά, είναι άσκηση μυαλού και ψυχής. Η δομή τους, αν και περίπλοκη, δοκιμάζει τις δυνατότητες του μυαλού, υποβάλλει τη σκέψη σε μια διαρκή άσκηση, προκαλεί το πνεύμα να κάνει υπερβάσεις, διδάσκει τακτική επιβίωσης.

 

Η εκμάθηση τους, εκτός της αδιαμφισβήτητης καλλιέργειας που επιφέρει στη γλωσσική ικανότητα των μαθητών, τους εξασφαλίζουν πρόσβαση στην πλούσια ιστορική και πολιτιστική τους κληρονομιά που ξεκινάει από τον Όμηρο και φτάνει μέχρι τα νεότερα κείμενα της καθαρεύουσας, τους επιτρέπει να είναι σε θέση να αποθησαυρίζουν νοήματα και αξίες που μπορούν να δώσουν περιεχόμενο στα δικά του ιδανικά, αυτά που θα καθορίσουν τη δική του ζωή, την ατομική και συλλογική.

Επιπλέον, η πρόκληση που δέχεται ο μαθητής να εξοικειωθεί μ’ έναν κόσμο που, ενώ είναι των προγόνων του, είναι διαφορετικός έως και ξένος, η προσπάθεια του να γνωρίσει το περιεχόμενο και τα δομικά στοιχεία αυτού του κόσμου, είναι πολύτιμη στην πολυπολιτισμική μας κοινωνία, στην οποία, συχνά καλούμαστε να κατανοήσουμε και να αποδεχθούμε το διαφορετικό, το ξένο προς εμάς.

 

Είναι γεγονός πως η σχέση που θα εγκαθιδρύσει ο μαθητής με την αρχαία ελληνική και λατινική γραμματεία, θα επηρεάσει και τη σχέση του με τη νέα ελληνική. Για να σεβαστεί τα νέα ελληνικά, θα πρέπει πρώτα να τα κατανοήσει. Η κατανόηση όμως προϋποθέτει τη γνώση της ιστορίας της γλώσσας, των ιδιωμάτων της, των ριζών της, της ποικιλίας της, της σύνδεσής της με το κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον, της γέννησής της και της πορείας της στο χρόνο. Απαιτείται βαθιά καλλιέργεια και γνώση και τα αρχαία ελληνικά μπορούν να την προσφέρουν. Το θέμα είναι με ποιο τρόπο και από ποιους.

 

Γι’ αυτό και θεωρείται αυτονόητη η παρέμβαση και συμμετοχή εξειδικευμένων πανεπιστημιακών δασκάλων, φιλολόγων, ιστορικών και γλωσσολόγων τόσο στο σχεδιασμό και την κατάρτιση μιας αποτελεσματικής εκπαιδευτικής πολιτικής όσο και στη συγγραφή κατάλληλων βιβλίων διδασκαλίας αλλά και στην επιλογή αυτών που θα τα διδάξουν.

 

Κι όπως στη φαρμακολογία, για να επιτραπεί η ευρεία κυκλοφορία ενός φαρμάκου, απαιτούνται χρόνια συστηματικών πειραματισμών ώστε να επιβεβαιωθεί η αποτελεσματικότητα του στην ανθρώπινη υγεία έτσι και κάθε βιβλίο που αποσκοπεί στην πνευματική υγεία, θα πρέπει να έχει πρώτα ελεγχθεί από πολλούς, αρμόδιους να κρίνουν την καταλληλότητά του, και να έχει δοκιμαστεί σ’ ένα πειραματικό στάδιο, προτού τεθεί στην ευρύτερη εκπαιδευτική κοινότητα.

 

Με αυτές τις σκέψεις και με πολλές ευχαριστίες για την τιμητική πρόσκληση να συμμετάσχω σε αυτό το διάλογο δίπλα σε άξιους πανεπιστημιακούς και μαζί με φοιτητές που νοιάζονται και ασχολούνται με το αντικείμενο σπουδών τους, ολοκληρώνω την παρέμβαση μου ελπίζοντας πως το μέλλον μας θα είναι τόσο γοητευτικό και σπουδαίο όσο και το παρελθόν μας.

Σας ευχαριστώ πολύ.

 

09 Μαΐου 2024
 (1353)
 (1349)
 (1351)
 (1352)
 (1347)
 (1346)
 (1121)
 (1329)
 (1339)
 (1281)
 (1342)
 (1348)
 (1345)
 (1344)
 (1343)
 (1335)
 (1337)
Ρεθεμνιώτικο Καρναβάλι (481)
 (1341)
 (1330)
 (1333)
city maps (1041)
 (1328)