26/5/2015, Ομιλία Δημάρχου Ρεθύμνης Γιώργη Χ. Μαρινάκη στην παρουσίαση βιβλίου Αγγέλας Καστρινάκη «Και βέβαια αλλάζει!»

Αίθ. ΕΟΜΜΕΧ, 25 Μαίου 2015

 

Kυρίες και Κύριοι

 

Με χαρά δέχθηκα της πρόσκληση της αγαπητής Αγγέλας Καστρινάκη να συμμετάσχω στην παρουσίαση του βιβλίου της για πολλούς λόγους.

Αρχικά επειδή η συγγραφέας είναι από τους επιστήμονες που υπερασπίζονται με τη διαρκή παρουσία τους το Πανεπιστήμιό μας και την ουσιαστική λειτουργία του αλλά και τη σύνδεσή του με την κοινωνία του Ρεθύμνου.

Επειτα διότι ήμουν σίγουρος ότι θα είναι ένα καλό βιβλίο γιατί την εμπιστεύομαι και ως συγγραφέα.

Επιπλέον, το είδα ως πρόκληση αφού τα βιβλία της μέχρι σήμερα, ήταν περισσότερο λογοτεχνικά ή δοκίμια, συναφή δηλαδή με τον επιστημονικό της κλάδο.

Ξαφνικά λοιπόν, εμφανίζεται μ ένα πιο προσωπικό βιβλίο το οποίο, επιτρέψτε μου να το χαρακτηρίσω πολιτικό και ιστορικό, το οποίο μάλιστα αναφέρεται σε μια περίοδο, αυτή της Μεταπολίτευσης, κοινή και για τους δυο μας.

Το ερώτημα λοιπόν που τίθεται είναι : Είναι όντως ένα καλό βιβλίο; Αν ένα από τα χαρακτηριστικά ενός καλού βιβλίου είναι και η λειτουργία του ως μηχανισμός αφύπνισης ώστε, κάθε φορά που το μελετά κανείς, να εγείρονται νέοι προβληματισμοί, να ανακαλούνται μνήμες, να κινητοποιούνται συναισθήματα, να γεννιούνται ιδέες, να επικαιροποιούνται μηνύματα, να αναδύονται βιωματικές εμπειρίες από ένα παρελθόν το οποίο μας καθόρισε τότε ναι, το βιβλίο της Αγγέλας Καστρινάκη είναι πράγματι, είναι ένα πολύ καλό βιβλίο.

Προτού υπεισέλθω στα ερωτήματα και τις σκέψεις που προκαλεί στον αναγνώστη, θα ήθελα να σας πω ότι, προσωπικά, μου ξύπνησε έντονες αναμνήσεις αφού κι εγώ, έχω ανάλογα βιώματα από εκείνη την εποχή, τα οποία σαφώς και επηρέασαν τη ματιά μου στα γραφόμενα της συγγραφέως.

 

Δεν σας κρύβω λοιπόν ότι διαβάζοντας το βιβλίο της, νόμιζα ότι διάβαζα κομμάτια που με αφορούσαν προσωπικά, ως διαδρομή, πολιτικές επιλογές, εμπειρίες, ακόμη και λογοτεχνικές ανησυχίες. Βέβαια, είναι γεγονός ότι άλλες εμπειρίες και βιώματα είχαν οι νέοι μιας επαρχιακής πόλης και άλλα οι νέοι της Αθήνας, κατά τα τελευταία χρόνια της Χούντας μετά τα γεγονότα της Νομικής. Εμείς για παράδειγμα, μακριά από τα γεγονότα και την αλήθεια τους, ενημερωνόμασταν από το λογοκριμένο Τύπο και παρακολουθούσαμε στην κρατική τηλεόραση τον Μαστοράκη να προσπαθεί να ευτελίσει τον αγώνα των φοιτητών του Πολυτεχνείου, με γελοίες συνεντεύξεις.

 

Προσωπικά όμως ήμουν τυχερός διότι ως υποψήφιος , βρέθηκα στην Αθήνα εκείνες τις κρίσιμες μέρες, για να προετοιμαστώ σε γνωστό κλασσικό φροντιστήριο και μπόρεσα να νιώσω από κοντά τον αέρα της Δημοκρατίας να εμπνέει ένα λαό, που ξεχύθηκε στους δρόμους, να πιάσω στα χέρια μου την τελευταία έκδοση Χριστιανικής γνωστής αντιστασιακής εφημερίδας την οποία είχε κλείσει η Χούντα, να βρεθώ σε ολονύκτια περιπλάνηση να διανύω την απόσταση από τη Νέα Σμύρνη στο Γαλάτσι αφού είχαν παραλύσει οι συγκοινωνίες, μέσα σε αυτό εκρηκτικό το κλίμα, και ακόμη, να δω τις επόμενες ημέρες την πομπή με τον Καραμανλή και τα χάλια της επιστράτευσης. Ζούσαμε ιστορικές στιγμές και το κατάλαβα κι εγώ μετά..

Επιπλέον, μέσα από τις αναφορές της στους δασκάλους, η συγγραφέας μου έδωσε την ευκαιρία να θυμηθώ κι εγώ τους δικούς μου, φωτισμένους δασκάλους, στο Γυμνάσιο, οι οποίοι μέσα από την Αντιγόνη και τον Θουκιδίδη, ουσιαστικά μας μυούσαν στην βαθιά έννοια της Δημοκρατίας, με τρόπο παραστατικό και συγκινησιακά φορτισμένο. Αργότερα, κατάλαβα γιατί, ώρες και φορές, έβλεπα τα μάτια του Χρίστου Μακρή φλογισμένα αλλά και βουρκωμένα και τον δικαιολογώ που επέπληττε όσους δεν είχαμε τεταμένη την προσοχή μας σε όσα μας δίδασκε.

Όπως θυμήθηκα και κάποιον χουντικό καθηγητή που, για να εξευμενίσει τους φοιτητές, έβαζε δεκάρια, σε αντίθεση με τον περίφημο συνταγματολόγο Αριστόβουλο Μάνεση, ο οποίος καθήλωνε χιλιάδες φοιτητές που συνέρρεαν από νωρίς, κάθε Παρασκευή βράδυ, θεωρητικά 7-9, στο μεγάλο Αμφιθέατρο της Φιλοσοφικής, στη Θεσσαλονίκη, για να εξασφαλίσουν θέση να τον ακούσουν. Ηταν τόση η επιρροή του στη διαμόρφωση της σκέψης και της πολιτικής μου ιδιοσυγκρασίας που αναρωτιόμουν μαζί με όλους όσοι τον παρακολουθούσαμε: Είναι δυνατόν κανείς να έχει σπουδάσει τη Νομική Επιστήμη και να μην είναι δημοκράτης;

Ας επανέλθω όμως, στο βιβλίο για το οποίο θα σας δώσω μια απλή συμβουλή: Διαβάστε πρώτα τον επίλογο του. Έτσι, πολλά πράγματα θα τακτοποιηθούν στο μυαλό σας και θα αποφύγετε άσκοπες σκέψεις και περιπλανήσεις του νου.

Στο βιβλίο λοιπόν αυτό, η συγγραφέας, παρακολουθεί τη διαμόρφωση, ως ενεργού πολίτης, μιας έφηβης, της Ειρήνης, που άλλοτε είναι η ίδια η συγγραφέας και άλλοτε δεν είναι, αλλά και των φίλων της. Μέσα από την αφήγηση αυτών των προσώπων, ξετυλίγονται τα γεγονότα της πρώτης μεταπολιτευτικής περιόδου και επαφίεται στον καθένα από μας να προσλάβει με το δικό του τρόπο, τη δική της αλήθεια.

Αναρωτήθηκα για τα κίνητρα που ενέπνευσαν τη συγγραφή του. Εκτιμώ ότι δεν είναι τυχαία η χρονική του σύμπτωση με τη συμπλήρωση 40 χρόνων της Μεταπολίτευσης, αλλά ότι τώρα, μετά από την ασφαλή απόσταση αρκετών χρόνων και δεδομένης μιας πολιτικής επικαιρότητας που πληγώνει ανθρώπους σαν την Αγγέλα, ένιωσε μια εσωτερική ανάγκη να μοιραστεί τη δύναμη που κουβαλούσε εκείνη η εποχή, η οποία γαλούχησε μια ξεχωριστή γενιά.

Ετσι, ώστε να δώσει τη δυνατότητα σε όσους τη γνώρισαν να αναστοχαστούν, σε όσους εύκολα την ξέχασαν να τη θυμηθούν ξανά, σε όσους την κρίνουν ή και την κατακρίνουν, να την επανεξετάσουν μέσα από μια άλλη οπτική, στους σημερινούς και μελλοντικούς νέους που τη διαβάζουν μόνο στα βιβλία, να την κατανοήσουν μέσα από τις μαρτυρίες κάποιων μη προβεβλημένων πρωταγωνιστών της και να την παραβάλλουν με το σημερινό γίγνεσθαι, με στόχο να προχωρήσουμε παρακάτω.

Επίσης, για να επισημάνει την ιδεολογική της σταθερότητα και την πίστη της στη μετριοπάθεια, τη συμμετοχή, την αναγκαιότητα των συμβιβασμών και το σεβασμό σε αξίες, που προάγουν τη Δημοκρατία .

Μέσα λοιπόν από το βιβλίο ανιχνεύει κανείς την αγωνία της αλλά και την αισιοδοξία της, που αποτυπώνεται στην τελευταία φράση του βιβλίου, που είναι άλλωστε και ο τίτλος του. Και βέβαια αλλάζει ο άνθρωπος! Πώς όμως;

Μέσα από την αλληλεπίδραση, την τριβή με τους ανθρώπους, τη συνεργασία, τον έρωτα, τις φιλίες τη δράση, την ενεργή εμπλοκή σε όλα τα επίπεδα της ζωής. Άλλωστε, όπως λέει και η ηρωίδα της : « ο άνθρωπος δεν μπορεί παρά να μεταβάλλεται όταν μεταβάλλονται οι συνθήκες. Αλλιώς τι κάνουμε; Για ποιο λόγο αγωνιζόμαστε;»

Και η εποχή του Πολυτεχνείου και της Μεταπολίτευσης ήταν πράγματι περίοδος που όλα άλλαζαν, συνεχώς. Και όσοι τη βιώσαμε, είναι γεγονός ότι οπλιστήκαμε με πολιτικά, ηθικά και κοινωνικά αντισώματα. Άλλο το πόσοι τα διατήρησαν μέχρι σήμερα.

Αυτή λοιπόν η γενιά, η κουβαλούσε το βαρύ φορτίο του εκ βαθέων μετασχηματισμού της ελληνικής κοινωνίας, επαινέθηκε και λοιδορήθηκε για τις επιλογές και τις πρακτικές που εφάρμοσε σε όλα τα επίπεδα της ελληνικής πραγματικότητας. Οι κριτικές που δέχθηκε είναι πολλές, ανάλογα με τον ιστορικό χρόνο και την οπτική γωνία που επιλέγει, ο καθένας που μιλά και γράφει γι’ αυτή τη γενιά αλλά και την εξέλιξή της μέχρι σήμερα.

Άλλωστε, είναι επιλογή της συγγραφέως να αναδύεται αυτή η πολυπλοκότητα των προσεγγίσεων και των διαφορετικών οπτικών, η οποία είναι εμφανής στους πρωταγωνιστές του .

Γι’ αυτό φροντίζει ώστε τα ίδια γεγονότα, να τα διηγούνται παράλληλα οι φίλοι της, οι οποίοι παρότι ήταν μέλη του ίδιου πολιτικού χώρου, ο καθένας διατήρησε την προσωπική του ματιά στα γεγονότα και στις προσωπικές του εκτιμήσεις, και είναι αξιοπερίεργο ότι την πολιτικοποίησή της μαθητικής ή φοιτητικής τους ηλικίας, αρκετοί απ’ αυτούς την αποτίμησαν με τελείως διαφορετικό τρόπο όταν η συγγραφέας τους κάλεσε εκ των υστέρων να εκτιμήσουν το παρελθόν και τη σημερινή κατάσταση.

Θα μπορούσαμε να μιλάμε ώρες για τα επιτεύγματα ή τις αποτυχίες της γενιάς της Μεταπολίτευσης. Δεν είναι όμως αυτό ο σκοπός της σημερινής μας συνάντησης. Άλλωστε αυτή είναι μια κουβέντα που δεν τελειώνει ποτέ μια και το συγκεκριμένο θέμα ως σημαντικό πολιτικό και κοινωνικό γεγονός, θα συνεχίσει να απασχολεί τους ιστορικούς του παρόντος και του μέλλοντος, με πολλά εκατέρωθεν επιχειρήματα αλλά κι εσάς, τους αναγνώστες, που σαφώς θα’ χετε τις δικές σας απαντήσεις.

Ένα από τα δυνατά σημεία του βιβλίου, ωστόσο, είναι και το γεγονός ότι αιφνιδιαζόμαστε συχνά διαπιστώνοντας πόσα κοινά στοιχεία έχουν τελικά οι ανθρώπινες συμπεριφορές και ανάγκες, παρά τις διαφορετικές χρονικές περιόδους και τους ταχείς ρυθμούς εξέλιξης των κοινωνιών. Τουλάχιστον σε επίπεδο πολιτικής δράσης. Αλλά και σε προσωπικό επίπεδο. Αφού όπως λέει και η ίδια το πολιτικό είναι προσωπικό και αντιστρόφως.

Επίσης, δεν κρύβει η συγγραφέας, ότι τα γεγονότα εκείνης της περιόδου, τα είδε μέσα από μια συγκεκριμένη πολιτική παράταξη, και με αφορμή την κρίση που ξέσπασε στους κόλπους της Συμμαχίας, μετά την εκλογική ήττα του συνδυασμού του Λεωνίδα Κύρκου, αναδεικνύει εύστοχα τις ελληνικές κακοδαιμονίες : την καχυποψία, τη διχόνοια και το λαϊκισμό, που όπως τότε έτσι και τώρα, μας κατατρύχουν. Στοιχεία που δεν είναι καινοφανή, είναι διαχρονικά και αποδίδονται στην ανθρώπινη ανάγκη για συνομωσία αλλά και στο ζιζάνιο της αντιπολίτευσης, όπως εύστοχα το αποκαλεί, το οποίο ωθεί τους ανθρώπους σε συμπεριφορές αντιδικίας και ρήξης με την εκάστοτε ηγεσία, ορμώμενοι από « κάποιου είδους άχτι» (σελ 170)

Άλλωστε, « η κουλτούρα της αντιδικίας είχε πολύ μεγαλύτερη πέραση από την κουλτούρα της συναίνεσης», την οποία η συγγραφέας υπερασπίζεται (Σελ 183)

Αλλά μήπως, και στους σύγχρονους μας καιρούς, δεν απουσιάζει η συναίνεση, την οποία θεωρούμε, συχνά αβασάνιστα, συνώνυμη του κακού συμβιβασμού, κι έτσι αποφεύγεται ως πρακτική σχεδιασμού και συλλογικής δράσης;

Μήπως και το σημερινό πολιτικό σκηνικό, σε αυτή την τόσο κρίσιμη συγκυρία, δεν σφύζει από αλαλάζουσες φωνές χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο και προτάσεις, οι οποίες περισσότερο νοιάζονται ν’ ακουστούν παρά γι’ αυτό που θα πουν; Απαντά η συγγραφέας σε αυτό το ερώτημα: «Ο λόγος της μετριοπάθειας είναι σαφώς λιγότερο γοητευτικός τόσο γι’ αυτόν που τον κατασκευάζει όσο και γι’ αυτόν που τον ακούει». (σελ 253)

«Όνειδος οποιαδήποτε υποχώρηση. Και όμως, έτσι θέτουμε ανυπέρβλητα εμπόδια στην προσαρμογή, την τόσο απαραίτητη, ιδίως στις δύσκολες εποχές» και παραθέτει άλλη μια αλήθεια στο βιβλίο της:

« Η πολιτική έχει ένα στοιχείο «εδώ και τώρα» και αν δεν καταφέρεις η φωνή σου ν’ ακουστεί εδώ και τώρα, δεν υπάρχεις. (Σελ 246)

Αυτή λοιπόν ήταν η φλόγα που τροφοδοτούσε την πυρκαγιά εκείνων των ημερών. Η ανάγκη της άμεσης δράσης, η δύναμη του «τώρα» σε συνοδοιπορία με την ένταση της φωνής της κάθε πολιτικής οργάνωσης, ανάγκες έβρισκαν γόνιμο έδαφος σε μια κοινωνία που « ήθελε ανατροπές εδώ και τώρα. Να γκρεμιστεί το παλιό συνθέμελα, από τη μια στιγμή στην άλλη» (Σελ 156) ;

Άλλωστε ανέκαθεν η πολιτική και η κοινωνία βρίσκονται σε συνεχή αλληλεπίδραση σε μια σχέση διαρκούς συνδιαλλαγής, οπότε η μια υπαγορεύει ιδεολογίες και πρακτικές στην άλλη.

Η συγγραφέας απασχολήθηκε με τρόπο ιδιαίτερα παραστατικό να μας δώσει μέσα από το βιβλίο της, το στίγμα των κινήτρων που ώθησαν τους νέους εκείνης της εποχής να εντρυφήσουν στην πολιτική οργάνωση που και η ίδια ανήκε.

Παρότι φαίνεται ότι για κάποιους ίσως ήταν αποτέλεσμα συγκυριών, οι περισσότεροι την αντιλαμβάνονταν ως μια συνειδητή επιλογή που εξυπηρετούσε συγκεκριμένες πολλαπλές ανάγκες τους: Τη σκέψη ότι μπορούν ν’ αλλάξουν τον κόσμο και την αίσθηση του χρέους τους απέναντι σε αυτό το σκοπό, την ορμή που ο κάθε νέος, σε κάθε εποχή, κουβαλά ακέραιη όπως και την ασίγαστη επιθυμία του για αλλαγή, το ρομαντισμό της δημιουργίας και την αντιφατική του συνύπαρξη με τον κυνισμό της εξουσίας.

Όπως λέει: « Τα είχε όλα αυτός ο χώρος: συναίσθημα, λογική και οργάνωση. Δούλευες στ’ αλήθεια για κάτι έξω από σένα…» και αλλού: «.. σημασία έχει να προβάλλουμε την αξία της ομαδικής δουλειάς, να καλλιεργήσουμε καλλιέργεια της ευθύνης του «εμείς» έναντι της ατομικότητας (σελ. 80- 82) «ήταν ένας χώρος συλλογικός, μια ομάδα με κοινές αξίες και κοινούς σκοπούς. (σελ 162)

Η διαφορά με το σήμερα έγκειται στο γεγονός πώς εκείνη την περίοδο, αφενός η ενασχόληση των νέων με την πολιτική ήταν πολύ πιο έντονη και κοπιαστική απ’ ότι σήμερα, όπου οι πολιτικές δεξαμενές χάσκουν άνυδρες, αφού τότε, για να αναγνωρίζεται κανείς ως μέλος πολιτικής οργάνωσης και να έχει ρόλο σε αυτήν, μελετούσε πολύ καταξιωμένους στοχαστές, εντρυφούσε σε έργα διανοουμένων, αρχαίων φιλοσόφων, ισχυρών πολιτικών ηγετών, ιστορικών προσωπικοτήτων.

Όλα αυτά εξάλλου, αποτελούσαν τα δομικά στοιχεία της αφετηρίας τους, η οποία βέβαια ήταν διαφορετική για τον καθένα αφού διαφορετικό ήταν το οικογενειακό και πολιτικό περιβάλλον στο οποίο ανατράφηκαν.

Έτσι, αποτυπώνονται στο βιβλίο, εμφανείς οι διαφορές ανάμεσα στους συντηρητικούς και τους δεξιούς στην ορολογία που χρησιμοποιούσαν για να επικοινωνήσουν, στις λογοτεχνικές και μουσικές προτιμήσεις, στο ντύσιμο, τη συμπεριφορά, τα σπορ, ακόμη και στους τόπους και τους τρόπους που επέλεγαν για την ψυχαγωγία τους.

 

Είναι σημαντικό να ξεκαθαρίσουμε πως η συγγραφέας, αντιστέκεται στο συναισθηματισμό που αναπόφευκτα περιβάλλει κάθε ματιά στο παρελθόν των νεανικών της χρόνων και σε πείσμα κάθε εσωτερικής τάσης εξιδανίκευσης του, τολμά, με τη συνδρομή των πρώην συντρόφων της και σημερινών φίλων, να απομυθοποιήσει καταστάσεις, όπου και όποτε χρειάζεται.

Έτσι λοιπόν, εκτός από τους προσηλωμένους και αγνούς πολιτικά νέους οι οποίοι ήταν διατεθειμένοι να θυσιάσουν τα πάντα για τις ιδέες και τις αξίες τους, συναντάμε ,με τη βοήθεια της συγγραφέως και :

το νέο που παραδέχεται που βρέθηκε στο χώρο του Πολυτεχνείου τις μέρες της κατάληψης να φωνάζει συνθήματα χωρίς να ξέρει τους λόγους για τους οποίους αγωνίζονται οι φοιτητές,

τη φίλη της που μπήκε στη οργάνωση για να βρει τον έρωτα της ζωής της ή για να νιώσει πως ανήκει κάπου και να διασκεδάζει με τους συντρόφους,

τον «οραματιστή» νέο που δεν δίστασε την προσχώρηση σε αναδυόμενη πολιτική δύναμη, διαφορετικής ιδεολογίας, με μόνο ευτελές κίνητρο την κατάκτηση θέσης εξουσίας.

Αλλά και τους φραξιονιστές που, ενώ υποστήριζαν στη θεωρία την αυταπάρνηση στο όνομα της ενότητας, έσπειραν τη διχόνοια στην μέχρι πρότινος μονιασμένη ομάδα.

Βέβαια, όλοι αυτοί χαρακτήρες, και οι συνειδητά και οι συγκυριακά πολιτικοποιημένοι, είναι κοινοί νομίζω σε κάθε εποχή. Απλώς, τότε, ήταν όλα πιο έντονα. Είχαν μια εκρηκτικότητα, μια δυναμική ισχυρή που εισέβαλε με ταχύτητα στις ζωές των ανθρώπων και τον τρόπο σκέψης τους και τα άλλαζε.

 

Διαπιστώνουμε συχνά, μέσα από τις σελίδες του βιβλίου, πόσο γρήγορα και επιτακτικά μετατοπίζονταν το επίκεντρο της πολιτικής δράσης, πόσο γρήγορα τίθονταν νέες προτεραιότητες, πως ο άνθρωπος και οι ανάγκες του για ελευθερία λόγου και δράσης, καθόριζαν την πολιτικό σχεδιασμό.

Δεν έλειψε βέβαια ποτέ ο φανατισμός, ως ίδιον χαρακτηριστικό της ελληνικής φυλής. Και η συγγραφέας έχει ξεκάθαρη θέση επ’ αυτού: « Ο φανατισμός οδηγεί στη βία. Ο φανατικός άνθρωπος χάνει κάθε επαφή με τον ορθό λόγο. Δρα στα τυφλά. Αποτέλεσμα το μίσος ,ο διχασμός ο πόλεμος, οι εθνικές καταστροφές .Να μάθει κανείς να βλέπει το δίκιο του αντιπάλου. Να συνειδητοποιήσει βαθιά ότι δεν βρίσκεται ποτέ στη μία πλευρά.» (σελ 241)

Αναγνώριση του δίκιου του αντιπάλου. Μια από τις θεμελιώδεις αρχές της δημοκρατίας, που ολοένα και περισσότερο δυσκολευόμαστε να την υπερασπιστούμε.

Συνοψίζοντας, και αφού ευχαριστήσω πολύ την Αγγέλα Καστρινάκη που εμπιστεύτηκε την κρίση μου και να καταθέσω ότι πραγματικά με τίμησε η πρόταση της να συμμετάσχω στην παρουσίασή του, θα ήθελα να αναφέρω τους λόγους για τους οποίους θεωρώ σημαντικό το βιβλίο της:

Για τη δίκαιη αναφορά της σε μια γενιά που αξίζει να μνημονεύεται.

Για τη συγκίνηση που μας προσφέρει η πρόσκληση της αναδρομής σε μια εποχή που, προσωπικά, αισθάνομαι ευτυχής που την έζησα.

Για τη δυνατότητα αναστοχασμού και σύγκρισης του τότε με το σήμερα.

Για την ευκαιρία αυτοκριτικής που μας δίδει.

Για το γεγονός ότι το βιβλίο αυτό είναι ένα πνευματικό κληροδότημά στις νέες γενιές και είναι άξιο μελέτης αφού αναδεικνύει πτυχές της πιο σημαντικής περιόδου της νεότερης ιστορίας της χώρας μας τις οποίες αξίζει να γνωρίσουν οι σύγχρονες και μελλοντικές γενιές.

Όπως θεωρώ άξια σεβασμού την αυτογνωσία που με τόση μετριοφροσύνη καταθέτει η συγγραφέας «Σήμερα έχω περισσότερες αμφιβολίες παρά βεβαιότητες. Τότε είχα-είχαμε – περισσότερες βεβαιότητες παρά αμφιβολίες».

Άλλωστε, κυριαρχείται, το βιβλίο από τη σκέψη πως η αμφιβολία είναι η κινητήρια δύναμη της αναζήτησης της γνώσης και ενθυμίζει συχνά και τη δική μου αγαπημένη ρήση «ο εχθρός του καλού, είναι το καλύτερο».

Τέλος, έκδηλη είναι στο αφήγημά της, η διάθεσή της να γράψει τη δική της εκδοχή της ιστορίας μέσα από την ιστορία της παρέας της αλλά και της δικής της καθώς και να διατυπώσει την ελπίδα για κάτι νέο που περιμένει να δημιουργηθεί αφού δεν καλύπτεται και είναι φανερό αυτό, από το σημερινό πολιτικό Status, που είτε πάντα το είχε απέναντι της ιδεολογικά είτε το χρεώνει με μια διάσπαση που την πληγώνει.

Άλλωστε, η Ειρήνη του βιβλίου αλλά και η Αγγέλα, αναζητεί από έφηβη, το χώρο που ονειρεύτηκε και που, ίσως, ποτέ να μην πλειοψηφήσει αλλά θα είναι πάντα σεβαστός και θα προικοδοτεί με ιδέες, αρχές, οράματα αλλά και μετριοπάθεια και νηφαλιότητα την πολιτική σκέψη και, συνεπώς, το πολιτικό σύστημα, χωρίς να μιμείται τον Ανακριτή του Κέσλερ, στο Μηδέν και το Άπειρο, που επιμένει πως οι μάζες καταλαβαίνουν μόνο με το Άσπρο ή το Μαύρο .

Σας ευχαριστώ για την υπομονή σας κι εύχομαι να απολαύσετε τη μελέτη του όσο κι εγώ. Να είστε όλοι καλά.

 

28 Μαρτίου 2024
 (1353)
 (1349)
 (1351)
 (1352)
 (1347)
 (1346)
 (1121)
 (1329)
 (1339)
 (1281)
 (1342)
 (1348)
 (1345)
 (1344)
 (1343)
 (1335)
 (1337)
Ρεθεμνιώτικο Καρναβάλι (481)
 (1341)
 (1330)
 (1333)
city maps (1041)
 (1328)