20/07/11, ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ ΜΕΝΙΟΥ ΣΑΚΕΛΑΡΟΠΟΥΛΟΥ «ΔΥΟ ΜΑΥΡΑ ΠΟΥΚΑΜΙΣΑ» ΑΠΟ ΤΟ ΔΗΜΑΡΧΟ ΡΕΘΥΜΝΟΥ ΓΙΩΡΓΗ Χ. ΜΑΡΙΝΑΚΗ

                                                       Δημοτικός Κήπος Ρεθύμνου

                                                            18 Ιουλίου 2011   

 

Κυρίες και Κύριοι

Φίλες και Φίλοι

Αγαπητέ Φίλε Μένιο

 

 Σε καλωσορίζουμε στο Ρέθυμνο,  την πόλη που προφανώς μίλησε στην καρδιά σου κι εσύ, άκουσες τους ψιθύρους της κι αφέθηκες στη γοητεία της, για να παρασυρθείς σε μια, μάλλον ερωτική, σχέση μαζί της.

Χαιρόμαστε που δεν πρόβαλλες αντιστάσεις. Και με καθάρια ματιά και ορθάνοιχτα τα παράθυρα της ψυχής, αναβαπτίστηκες στη  θαλασσινή αύρα του Κρητικού πελάγους, άντλησες δύναμη από τα λεύτερα βουνά της Κρήτης, γεύτηκες τους χυμούς της, αλκοολούχους και μη, μπολιάστηκες με την ατίθαση φύση των κατοίκων της, ασπάστηκες την κοσμοθεωρία τους, μετάλαβες τα μυστικά τους, μοιράστηκες τις αγωνίες τους συμμερίστηκες τα λάθη τους. Πάντα με διάθεση ανθρώπινη και  αληθινή.

 Επιστράτευσες τη λογική σου, συγκέντρωσες τις εμπειρίες σου, τιθάσευσες, όσο αυτό ήταν εφικτό, το διάχυτο συναισθηματισμό σου κι έφτιαξες μια ιστορία μου μυρίζει θυμάρι και μπαρούτι, μια ιστορία που έχει στοιχεία διαχρονικότητας, ωμού ρεαλισμού αλλά και  ασυγκράτητου συχνά ρομαντισμού.

 Τη δική σου ιστορία που μιλά για μια πλευρά της Κρήτης που προφανώς σου έκανε εντύπωση – σε ποιον δε θα έκανε άλλωστε; -   την ίδια ώρα που, όλοι όσοι αγαπάμε τούτο τον ευλογημένο τόπο, ξέρουμε ότι Κρήτη είναι πολλά άλλα πράγματα εκτός από το μαύρο πουκάμισο, το καλάσνικωφ, την ανεξέλεγκτη ρακοποσία, τα φονικά.

 Κι ο συγγραφέας, ο φίλος Μένιος, τη γνωρίζει καλά αυτή την άλλη  Κρήτη, της ευγένειας, του φιλότιμου, της φιλοξενίας, της συμπαράστασης, της Αλληλεγγύης, της αυθεντικότητας και της ντομπροσύνης. Επιτρέπει άλλωστε συχνά να ξεπηδά αυτή η εικόνα μέσα από κάποιους ήρωες του βιβλίου του.

 Θα έχουμε την ευκαιρία να επανέλθουμε στο βιβλίο που αποτελεί την αφορμή για την αποψινή μας βεγγέρα που είναι πλούσια σε συζητήσεις και ανταλλαγές ιδεών, σε πεντοζάλι και σούστα, μια αντιπροσωπευτική κρητική βραδυά που αναδύει αυτό το άρωμα που εκπέμπουν οι φιλίες και οι ατόφιες ανθρώπινες σχέσεις.

Αυτά τα στοιχεία εξάλλου αποτέλεσαν και το δικό μου ισχυρό κίνητρο για να δεχθώ να είμαι στο πάνελ αφού ούτε κριτικός λογοτεχνίας είμαι ούτε ίσως και ο αρμοδιότερος να μιλήσω για το βιβλίο του Μένιου Σακελαρόπουλου.

Η εκτίμηση όμως που τρέφω για το Μενιο μου επιτρέπουν να μιλήσω πρώτα για κείνον και κατόπιν να μοιραστώ μαζί σας τις σκέψεις και απόψεις μου για το 8ο συγγραφικό του πόνημα που ήρθε να  συμπληρώσει τη λογοτεχνική του διαδρομή που είναι σε εξέλιξη.

  Ο Μένιος Σακελαρόπουλος λοιπόν είναι ίσως ένας από τους λίγους ανθρώπους για τον οποίο δε μπορεί κανείς να πει μια κακή κουβέντα.

 Είναι ένας  εξαιρετικός δημοσιογράφος, συμπαθέστατος άνθρωπος, γλυκύτατος στη συμπεριφορά, ευγενέστατος στους τρόπους, γλαφυρός στις περιγραφές του, εξαιρετικός συνομιλητής  και, επιτρέψτε μου την αδυναμία μου, συν τοις άλλοις και Παναθηναϊκός. 

 Πολυταξιδεμένος, γνώρισε τόπους και ανθρώπους κι έχει, τόσο λόγω του μορφωτικού  του επιπέδου όσο και των πλούσιων εμπειριών του, ένα ασφαλές, αντικειμενικό κριτήριο για να ερμηνεύσει και να διεισδύσει στην αλήθεια κάθε τόπου που γνωρίζει και των ανθρώπων του. Και μόνο που αγαπά την Κρήτη και τους Κρητικούς για μένα είναι ένας επιπλέον λόγος για να τον εκτιμώ. Γιατί ξέρω πως η αγάπη του έχει ξεπεράσει το στάδιο του ενθουσιασμού και, ανεπηρέαστη από τους εντυπωσιασμούς που αναπόφευκτα συνοδεύουν τα πρώιμα στάδια κάθε νέας γνωριμίας, είναι πλέον κατασταλαγμένη σαν την καλή ρακί που δε σε μεθά αλλά  θαρρείς και σε αναγεννά στο Καθαρτήριο των ψυχών.

 Αυτή του την αγάπη λοιπόν επιχείρησε να την εκδηλώσει μέσα από τους ήρωες του βιβλίου του και τις ιστορίες τους.

Τα ¨δυο μαύρα πουκάμισα¨ είναι μια ιστορία αγάπης, μια ιστορία που εμπνέεται και από αληθινά γεγονότα, μια ιστορία με ανατροπές,  αλήθειες και υπερβολές, τραγικότητα αλλά κι ελπίδα. Όλα τελειώνουν, εν προκειμένω με βίαιο συχνά τρόπο, κι όλα αρχίζουν ξανά από την αρχή.

Οι αέναοι κύκλοι της ζωής ανοίγουν και κλείνουν για τους πρωταγωνιστές, δίδοντας μια δεύτερη ευκαιρία σ’  εκείνους που την αναζητούν με γενναιότητα κι επιμονή,  αφανίζοντας εκείνους που δεν την άξιζαν ενώ η αυλαία πέφτει με την αιφνιδιαστική απώλεια μιας αθώας ζωής και τον απρόσμενο ερχομό μιας νέας.

 Η εναλλαγή ρόλων που κεντρίζει το ενδιαφέρον για την εξέλιξη της πλοκής, η χαρά που διαδέχεται ακατάπαυστα τη λύπη θέτοντας τον αναγνώστη  σε μια διαρκή συναισθηματική εγρήγορση, η αγανάκτηση  που ενεργοποιεί η αδικία, η σκληρότητα, η ζήλεια και όλα τα ευτελή ανθρώπινα αισθήματα, παροπλίζονται από την ευγένεια,  την ανθρωπιά και τον αλτρουισμό που αποκαθιστούν με δυναμικό τρόπο την ισορροπία στη ζωή.

 Η δύναμη των εικόνων από τις ζωηρές περιγραφές της κρητικής Φύσης, το συνταίριασμα των φυσικών στοιχείων με τους ανθρώπινους χαρακτήρες δημιουργούν μια αρμονική σύνθεση, δίδοντας στον αναγνώστη την εντύπωση μιας τάξης που επικρατεί της αταξίας και οδηγεί μοιραία τους πρωταγωνιστές στο δρόμο που επέλεξαν οι ίδιοι για τη ζωή τους ή άλλοι για λογαριασμό τους.

 Ο θύτης γίνεται θύμα του ίδιου του του εαυτού, οι σχέσεις δοκιμάζονται και, άλλες θυσιάζονται στο βωμό της οργής και του παράλογου όπως συνέβη στους δυο αδελφικούς φίλους το Μανούσο και το Σήφη, άλλες  εξελίσσονται και δυναμώνουν, όπως αυτή της Μαρκέλλας με τους φίλους της που της στάθηκαν σαν οικογένεια, κι άλλες, ανατρέπουν κάθε βεβαιότητα και δεδομένα, όπως αυτή της μάνας που στάθηκε απέναντι στο γιο της και όχι πλάϊ του - παρότι υπέφερε - αρνούμενη να νομιμοποιήσει τον ανεξέλεγκτο παραλογισμό του.

Οι δοκιμασίες που επιφυλάσσει ο συγγραφέας  στους ήρωες του βιβλίου του έχουν στοιχεία τραγικότητας που συναντώνται ίσως ακόμη και σήμερα στις κλειστές κοινωνίες κάποιων ορεινών χωριών της Κρήτης. 

Η σχεδόν αυτονόητη οπλοκατοχή και οπλοχρησία που κοινοποιεί με πολύ θορυβώδη έως κι επικίνδυνο τρόπο στους συγχωριανούς  τις χαρές της οικογένειας, η άνευ χωροχρονικού προσδιορισμού ρακοποσία, ανά πάσα στιγμή  της ημέρας,  που συνοδεύει κάθε συνάντηση , κάθε συναλλαγή και κάθε παρέα, ο συντηρητισμός και η φοβική προσέγγιση κάθε τι καινούριου που καταδικάζεται από τον κοινωνικό περίγυρο ως πρόστυχο, ως ανήθικο, ως απαράδεκτο,  οριοθετούν το προφίλ μιας μικρής, παραδοσιακής κοινωνίας που συνυπάρχει με την άλλη κοινωνία, την προοδευτική, τη μοντέρνα την ανοιχτόμυαλη. Αυτή που αποζητά και αποδέχεται το καινούριο, που σέβεται τη διαφορετικότητα και καλοδέχεται τους φορείς της προσπαθώντας να γνωρίσει, να μάθει,  να εξελιχθεί. Αυτή την άλλη Κρήτη που γνωρίζει ο επισκέπτης και θέλει να επιστρέψει στο νησί.

Είναι προφανές πως ο Μενιος δεν ήθελε να προσεγγίσει με κοινωνιολογική ματιά την Κρήτη. Και φυσικά κανείς μας δεν είχε απαίτηση από το συγγραφέα να κάνει κοινωνιολογική έρευνα  των φαινομένων που περιγράφει με τόση γλαφυρότητα στο βιβλίο του γιατί αυτά  είναι ακριβώς ο περίγυρος στον οποίο ενεργεί και κινείται ένα συγκεκριμένο ανθρώπινο δυναμικό, που έχει ιστορία και παράδοση και που, εν πάση περιπτώσει, δεν το εκφράζουν όλα αυτά, στο βαθμό που κάποτε ίσως το εξέφραζαν. 

 Είναι γεγονός πως σήμερα πλέον, εμείς οι ίδιοι οι Κρητικοί  που συνδέουμε την οπλοφορία με την αντίσταση των προγόνων μας απέναντι στους πολυάριθμους εχθρούς που επιχείρησαν να κατακτήσουν το νησί μας, αντιλαμβανόμαστε πως η κατοχή και χρήση του όπλου έχει απωλέσει προ πολλού το συμβολικό της χαρακτήρα, έχει διαρρηχθεί η σχέση του με τους αγώνες για την ελευθερία και την ανεξαρτησία  κι έχει αποκτήσει τα χαρακτηριστικά ενός εκφυλισμένου φαινομένου που εκτός της «καπετανιάς» ή του φολκλορικού πλέον τρόπου ψυχαγωγίας, ενίοτε περιλαμβάνει λαθρεμπορία όπλων, άσκοπους πυροβολισμούς, τραυματισμούς μέχρι και θανάτους αθώων. Αυτή είναι η Κρήτη που πρέπει να βάλουμε στο ντουλάπι. Και νομίζω πως είναι ξεκάθαρος αυτός ο προσανατολισμός από την πλειοψηφία των Κρητικών.

Ο συγγραφέας, ο φίλος Μένιος Σακελαρόπουλος, ήθελε να γράψει ένα εύπεπτο βιβλίο που να αναδεικνύει την αυθεντικότητα του Κρητικού μέσα από την παράδοσή του τόπου του, μέσα από έθιμα που μπορεί να τείνουν να εκλείψουν ή που επιδιώκουμε να περιοριστούν, όμως δεν παύουν ν’ αποτελούν στοιχεία του πρόσφατου παρελθόντος του, αναμνήσεις που συνοδεύουν την παιδική ή τη νεανική του ηλικία είτε ως ιστορίες που άκουγε από τον παππού του και τη γιαγιά του είτε ως βιωματικές εμπειρίες.

Επιχείρησε, μέσα και από ακραίες ίσως καταστάσεις, να  μεταγγίσει στον αναγνώστη κάτι από  την αδάμαστη ψυχή του Κρητικού, συμπεριλαμβάνοντας ατόφιους χαρακτήρες μέσα στο βιβλίο του. Έτσι, συναντάμε διάχυτα την καλοσύνη, την ευγένεια, την καλή πρόθεση, την αλληλεγγύη, το φιλότιμο, το υψηλό αίσθημα της τιμής και της αξιοπρέπειας, το μεγαλείο της ψυχικής δύναμης, την προσωπική υπέρβαση, την αξιοσύνη. 

 Αυτά τα στοιχεία της κρητικής ψυχοσύνθεσης αναδύονται από τούτο το βιβλίο. Κι αν αυτά τα στοιχεία ο Μένιος τ΄αποκαλύπτει μέσα και από έθιμα που μπορεί τώρα  να είναι είτε αμφισβητούμενα είτε παρωχημένα είτε παροπλισμένα   είτε απορριπτέα δεν έχει σημασία. Το κίνητρό του ήταν σαφώς ευγενές. Και για μένα αυτό που πάνω απ’ όλα μετρά είναι η θετική διάθεση ενός καλλιεργημένου  ανθρώπου να ασχοληθεί με την Κρήτη και το Ρέθυμνο υποκινούμενος από την αγάπη του για τούτο τον τόπο. 

 Διαβάζοντας το βιβλίο του σκέφτηκα πως, εκτός των άλλων χαρακτηριστικών του,  είναι ωφέλιμο και χρήσιμο για μας τους Κρητικούς,   για ένα επιπλέον λόγο:

Γιατί διαπιστώνουμε πως μας βλέπει τελικά ένας άνθρωπος ο οποίος μας αγαπά,  μας επισκέπτεται συχνά αλλά που δεν έχει το χρόνο,  να μας ζήσει, για να δει ότι τελικά η Κρήτη δεν είναι αυτό που νομίζει ή αυτό που μεταφέρουν τελικά τα Μέσα Ενημέρωσης αλλά  είναι η άλλη Κρήτη, είναι η δικιά μας Κρήτη, αυτή  που ζούμε ή που θέλουμε να φτιάξουμε και να παρουσιάσουμε έξω από τα δικά μας σύνορα.

Αν το δει κανείς από αυτή τη οπτική γωνία, το βιβλιο μας γεννα προβληματισμούς: Αυτό βλέπει ο επισκέπτης μας αν στη διάρκεια της σύντομης παραμονής του γνωρίσει κάποια από τα έθιμα που ακόμη υπάρχουν σε χωριά του νησιού; Αυτό μεταφέρει στην υπόλοιπη χώρα αν είναι Έλληνας ή στο εξωτερικό  αν είναι αλλοδαπός;

Αν ο Μένιος Σακελαρόπουλος , που ξέρουμε πόσο μας αγαπά, πόσο σέβεται τον τόπο μας , την ιστορία και την παράδοσή του, ο οποίος ουδεμία  δολιότητα έχει στη σκέψη του, έχει αυτή την εικόνα στο μυαλό του ως Κρήτη, αντιλαμβάνεστε ότι θα πρέπει να προβληματιστούμε.  

Το βιβλίο λοιπόν αποτελεί μια πολύ καλή αφορμή για να το διαβάσουμε και να δούμε εμείς πλέον  αν αυτός ο καμβάς μας ταιριάζει. Αν η εικόνα που θέλουμε να παίρνει στις αποσκευές της ψυχής και του μυαλού του ο κάθε ταξιδιώτης που επισκέπτεται την Κρήτη, είναι αυτή  του μαυροντυμένου, οπλισμένου Κρητικού που δε διστάζει να σκοτώσει εν ψυχρώ τον αδελφικό του φίλο, ή του πατέρα που επίσης σκοτώνει εν ψυχρώ μέσα σε αίθουσα δικαστηρίου το φονιά του γιού του ανασύροντας το κρυμμένο στα γένια του όπλο ή αν θέλουμε την εικόνα του άλλου Κρητικού, αυτού που βοηθά όποιον έχει ανάγκη κι ας μην τον γνωρίζει καλά, αυτού που η καρδιά του και το σπίτι του είναι πάντα ανοιχτά το ίδιο πρόθυμα και γενναιόδωρα για τον φίλο και τον ξένο, του φιλότιμου, φιλόξενου , ανθρωπιστή Κρητικού. Και οι δύο αυτές εικόνες, συνυπάρχουν κι εναλλάσσονται στο βιβλίο αυτό. Ο συγγραφέας μας προσφέρει ανενδοίαστα το δικαίωμα της επιλογής:

Να υποστηρίξουμε την εικόνα που τεχνηέντως κάποιες φορές προώθησαν και τα ΜΜΕ για λόγους εύκολης θεαματικότητας και δεν έτυχαν της αντίδρασης των Κρητικών που κάπου αφέθηκαν στη συντήρησή της κολακευμένοι από   την επίφαση  λεβεντιάς  που δήθεν υμνούσε  αυτή η εικόνα ή να δηλώσουμε ξεκάθαρα πως πρακτικές σαν αυτές ούτε μας εκφράζουν πια ούτε ανταποκρίνονται τελικά στη σύγχρονη κρητική πραγματικότητα.

 Έκανα όμως και μια δεύτερη σκέψη διαβάζοντας το βιβλίο του αποψινού μας καλεσμένου: μήπως τελικά, αυτό που προκύπτει και που ίσως ήταν εξαρχής ο σκοπός του συγγραφέα, είναι η κυριαρχία του δίκαιου και του σωστού, η απομόνωση και καταδίκη του εγκλήματος πρωτίστως από τον ίδιο το δράστη αλλά και από την κοινωνία που αποδέχεται κάποιες πρακτικές ως αναπόσπαστα στοιχεία της κουλτούρας και παράδοσης της είναι όμως αμείλικτη στην αδικία και στο έγκλημα όποια κι αν είναι η αφορμή του και όσο αγαπητό μέλος της και είναι ο δράστης κι η οικογένεια του;

 Συγκλονιστική ήταν εξάλλου και η αυτοτιμωρία του δράστη που αρνούμενος κάθε υπεράσπισης καταδίκασε νωρίτερα κι από την κοινωνία τον εαυτό του για να ανταμώσει λίγο αργότερα με το θάνατο σε μια εκρηκτική σκηνή απόδοσης της Θείας Δίκης. 

 Στο τέλος, μετά από τη συναρπαστική θύελλα των γεγονότων που εξελίσσονται στο βιβλίο, έρχεται η εσωτερική κάθαρση που μόνο μια γέννηση μπορεί με τόση πληρότητα να προσφέρει, έρχεται η γαλήνη, η αποκατάσταση της ηθικής τάξης και του κοινού αισθήματος περί δικαίου, η ισορροπία που έχει ανάγκη η ζωή για να συνεχιστεί.

 Και όλα  αυτά, σε συνδυασμό με την πικρόγλυκη γεύση που σταλάζει στην ψυχή μας η συνειδητοποίηση του πόσο καταστροφικά μπορεί να είναι τα πάθη μας αν τα αφήσουμε ανεξέλεγκτα, του πόσο ζοφερή και δυστυχισμένη μπορεί να γίνει η ζωή μας  από τη μια στιγμή στην άλλη,αν μπερδέψουμε τη λεβεντιά με τη δειλία και τον εγωισμό.

  Και ακόμη πόσο ανάγκη έχουμε εμείς οι Κρητικοί, ειδικά σήμερα που η ίδια μας η αξιοπρέπεια ως Έλληνες τίθεται υπό αμφισβήτηση,  να αναστήσουμε και να εντάξουμε στον τρόπο σκέψη μας και δράση μας την αληθινή, ατόφια, αυθεντική λεβεντιά  που κουβαλούσαν στην ψυχή τους οι Κρήτες πρόγονοί μας όταν υπερασπίζονταν τη ζωή των παιδιών τους και τη δική τους, όταν αγωνίζονταν για την Ελευθερία και όλα τα υψηλά ιδανικά με τα οποία είχαν γαλουχηθεί  ως άτομα και ως λαός.

 Σ’ ευχαριστούμε φίλε Μένιο, φίλε του Ρεθύμνου, που μας ενεργοποίησες τέτοιας έκτασης και τέτοιας υγιούς φύσης προβληματισμούς.

 Είναι ενδεικτικό της ευαισθησίας σου ότι δέθηκες τόσο με τους ανθρώπους του Ρεθύμνου που κάποιους απ’ αυτούς τους έκανες και ήρωες στο βιβλίο σου και τους διαφήμισες εμμέσως πλην σαφώς. Όθωνα  ακούς ;

Θέλω να ξέρεις πως χαίρομαι που είμαι απόψε σε αυτό το πάνελ, σε τούτη τη ζεστή, φιλική, γιορτινή συντροφιά στην οποία  εντάχθηκα από επιλογή και όχι από υποχρέωση.

 Ως Ρεθυμνιώτης και ως Δήμαρχος μιας πόλης που, παρά τις αντιξοότητες και τη σκληρότητα των καιρών, προσπαθεί να κάνει τα δικά της μικρά αλλά σταθερά  και καλομελετημένα άλματα προς το μέλλον, σ’ ευχαριστώ για την ενασχόληση  σου με το Ρέθυμνο της καρδιάς μας και για την καλή σου διάθεση που αποτυπώθηκε σε αυτό το συγγραφικό εγχείρημα  που ξεχειλίζει Κρήτη.  

Να είσαι καλά και να συνεχίσεις να μας ταξιδεύεις με την πένα και τη  φαντασία σου παράλληλα με το γλαφυρό σου λόγο ως δημοσιογράφος.    

25 Απριλίου 2024
 (1353)
 (1349)
 (1351)
 (1352)
 (1347)
 (1346)
 (1121)
 (1329)
 (1339)
 (1281)
 (1342)
 (1348)
 (1345)
 (1344)
 (1343)
 (1335)
 (1337)
Ρεθεμνιώτικο Καρναβάλι (481)
 (1341)
 (1330)
 (1333)
city maps (1041)
 (1328)